ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Απόψεις Δεύτερο Θέμα

Πού να το εξηγείς…

  Κοντούλα και λεπτή σαν παιδάκι. Αεικίνητη. Και η έκφραση του προσώπου της αεικίνητη. Απόγευμα προς δειλινό. Στη Σαντορίνη θα πέφτει ο ήλιος και οι τουρίστες θα χειροκροτούν σαν να πρόκειται για επίτευγμα. Εδώ, ο Γιώργος μου μιλάει για αυτή τη γυναίκα. Το «εδώ» συμβαίνει στην Κω. Μου έχει ξαναμιλήσει ο Γιώργος που με την Αθηνά, τη γυναίκα του και την κόρη τους τη Μυρτώ έφτιαξαν μια παγκόσμια κατάσταση αλληλεγγύης για τους θαλασσοπνιγμένους μαρτυρικούς ανθρώπους της απέναντι όχθης. Της απέναντι όχθης της ψυχής μας εννοώ, ημών των υπολοίπων. Ο Γιώργος, η Αθηνά, η Μυρτώ, όλοι οι ήρωες της ανώνυμης εποποιίας των ανθρώπων.

Αυτή η κοντούλα αέρινη γυναίκα που μου δείχνει ο Γιώργος, «Δεν μπαίνει στη θάλασσα» μου λέει, «Δεν μπορεί να μπει». Ακούγονται στο απόβραδο τα χειροκροτήματα από τη Σαντορίνη για τον ήλιο που δύει. Φωτογραφίες και πάλι φωτογραφίες. Εκκωφαντικός θόρυβος από κλικ. Κλικ; Κλικ, κλικ, κλικ… Ανοίγει το διάφραγμα, κλείνει το διάφραγμα, ενδιάμεσο σκοτάδι, κοντά διακόσιοι πρόσφυγες πνίγηκαν στη Μεσόγειο, ναι, τώρα, σ’ αυτό το ηλιοβασίλεμα, κλείνει το διάφραγμα στο μεταξύ, ανοίγει το διάφραγμα, η θάλασσα είναι ήσυχη, το ναυάγιο δεν έγινε ποτέ, εδώ δεν συμβαίνουν ναυάγια. Χειροκροτήματα. Εδώ μονάχα ο ήλιος βουλιάζει. Κλασική μουσική.  Ένα Άουσβιτς διασκέδασης.

Αλλά εγώ δεν είμαι εδώ. Είμαι εκεί που πρέπει να κοιτάζω αυτή τη γυναίκα που δεν την αφήνει η ψυχή της να κολυμπήσει. «Φορούσε μια νιτσεράδα, έπαιρνε τα απαραίτητα, χειμώνας, κρύο, βράδια ολόκληρα μέχρι τα χαράματα και πήγαινε στην ακρογιαλιά που ήξερε πως θα έρθουνε οι πρόσφυγες». Αυτό.

Και ύστερα η εποποιία της σιωπής. Μια γυναίκα. Να βγάζει από τη θάλασσα. Να αγκαλιάζει. Να σκεπάζει. Μια γυναίκα – θόλος. Μια γυναίκα–πλατυτέρα των ουρανών. Ένα αεράκι απογεύματος καθώς την κοιτάζω.

Ακούω το Γιώργο να διηγείται, βλέπω την Αθηνά να ξαναδιηγείται με το χαμόγελο και μόνο και βλέπω την αήττητη ανθρωπότητα μέσα σε όλες τις ήττες, μέσα σε όλες της τις θάλασσες, τις μέσα κι έξω.

Δεν υπάρχουν χειροκροτήματα. Υπάρχει μόνο η φοβερή μοναξιά της αγάπης ως τεκμαρτό εισόδημα της ύπαρξης. Αυτό που θα μας κρατήσει ζωντανούς σε όλους τους υπόλοιπους χειμώνες (και λειμώνες) του βίου μας, καθώς πάντοτε η θάλασσα θα παφλάζει μια ανελέητη αναμονή, πιο ανελέητη κι από ποίημα που θα μπορούσε να μιλήσει για το νόστο, όμως σου δείχνει τις κομμένες του φλέβες και σου μοιράζει λίγο αλάτι ερημιάς  για να μην πεθάνεις από δίψα, ενώ ο ήλιος δύει μέσα σε τουριστικά χειροκροτήματα. Έτσι κι αλλιώς, δεκάδες χιλιάδες ξαπλώστρες, δεκάδες χιλιάδες ομπρέλες (ή μήπως εκατοντάδες χιλιάδες;) μας προστατεύουν από την απόβαση των πνιγμένων. Είναι η γραμμή Μαζινό της κατάκοπης αδιαφορίας, είναι η Νορμανδία των ικανοποιημένων ανθρώπων που ξεχνούν ότι φοβούνται την D-Day των απελπισμένων.

Αλλά η D-Day έχει ξεκινήσει. Και δεν πρόκειται να σταματήσει. Τα αποβατικά της φτάνουν κι ας είναι γεμάτα πνιγμένους. Κι ας είναι γεμάτα πνιγμένα παιδιά, γεμάτα πνιγμένες μανάδες αγκαλιά με τα πνιγμένα παιδιά τους. Όλος ο ορίζοντας είναι γεμάτος από τα αποβατικά του θανάτου.

Ποιος να σκοτώσει το θάνατο; Ποιος μπορεί να σκοτώσει το θάνατο; Άκου. Είναι χειμώνας. Άκου αυτή την απαρηγόρητη γυναίκα, κοίταξέ την καθώς κατεβαίνει μέσα στο σκοτάδι προς την ακτή. Βλέπει το θάνατο στα μάτια. Και τον παρηγορεί. Κοίτα. Δεν είναι ηλιοβασίλεμα. Κοίτα. Είναι ουρλιαχτό. Κοίτα, δεν φτάνει ένα χειροκρότημα για να σωθεί η ομορφιά του κόσμου. Κοίτα. Αυτό το πιο σκοτεινό μεσ’ στο σκοτάδι είναι ακόμα ένα κορμί παιδιού που το ξεβράζει η θάλασσα. Και είναι χειμώνας. Κι από πίσω του άλλος χειμώνας. Μετά από το  «εδώ», το υδράργυρο τώρα. Απόγευμα. Καθώς το φως λοξεύει πάνω στα πρόσωπα των φίλων που μου διηγούνται, μικραίνω τόσο πολύ μπροστά στα κατορθώματά τους, που νομίζω πως οι φίλοι μου, ο Γιώργος, η Αθηνά, ο Νίκος, αυτή η γυναίκα του απέραντου, όλοι που δεν γνώρισα, ο Ηλίας, όλοι και ακόμα περισσότερο όλοι τους, νομίζω πως γίνονται φαγιούμ. Χαμογελούν, λέγοντας και κάτι ακόμα. Κάτι επόμενο! Σαν υποθαλάσσια σημαία.

Επειδή το ξέρουν καλά: Για άλλους η θάλασσα ξεβράζει πνιγμένους και για άλλους ξεβράζει ηλιοβασιλέματα. Το ίδιο είναι, αλλά που να το εξηγείς…