Της Μίρνας Φαφουτέλλη
Εκείνους που ατενίζοντας πια τη δύση της ζωής τους μένουν κλεισμένοι μέσα σ’ ένα σπίτι βαρύ από θύμησες. Που μιλούν με το χτες για το χτες, με τις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες αγαπημένων ακουμπισμένες πάνω σε σκρίνια και τηλεοράσεις που δεν παίζουν πια, αλλά στολισμένες με σεμεδάκια χρησιμοποιούνται ως έπιπλα.
Εκείνους που ζουν μόνοι τους με μοναδική συντροφιά ένα τηλέφωνο και μια τηλεόραση. Και που εκεί γύρω στις οχτώ το βράδυ, αφού πάρουν τα φάρμακά τους, ακουμπούν το κεφάλι τους στο προσκεφάλι, αποχαυνωμένοι απ’ την επαγγελία των Μεσσίων και Μωυσήδων.
Εκείνους που ζουν ως ζευγάρι ακόμα και μετά 70 χρόνια γάμου, ψευτομαλώνοντας για το αλάτι στο φαΐ, για τα φάρμακα που μπερδεύουν, για το κόμμα που ψηφίζουν. Για το πιο κόμμα τα κάνει καλύτερα
Εκείνους που στα σπιρτόκουτα τους ξυπνούν χαράματα, φοράνε την ρόμπα, ξεσέρνουν την πάνινη παντόφλα, πάνε στο μπάνιο φοράνε την μασέλα, πάνε στην κουζίνα ανοίγουν την τηλεόραση, κάνουν το τσάι τους, βουτούν μέσα του το παξιμάδι τους που λιώνει και δεν συμμαζεύεται σαν τη ζωή τους που βούλιαξε στη θάλασσα του σύμπαντος.
Εκείνους που έχουν προβλήματα υγείας, αλλά τώρα έγκλειστοι σε άλλο σπίτι, λόγω ιδιαζόντων οικογενειακών καταστάσεων, αναγκάζονται να δεχτούν βοήθεια από κάποιο μέλος της πάλε ποτέ οικογένειας τους
Εκείνους που η ζωή τους δεν διαφέρει και πολύ απ’ την σημερινή ζωή των πολλών. Είναι εδώ και πολλά χρόνια η ίδια άσκηση μοναξιάς. Η μόνη διαφορά είναι ότι τώρα θέλουν χαρτί για να πάνε στο σούπερ μάρκετ.
Εκείνους που τσουγκρίζουν το κόκκινο αυγό που κρατάνε με το ένα χέρι, με το κόκκινο αυγό που κρατάνε στο άλλο χέρι ευχόμενοι στον εαυτό τους. Που βάζουν ένα ποτήρι κρασί στον εαυτό τους. Που σερβίρουν φαγάκι στον εαυτό τους. Που ρωτάνε και απαντούν στον εαυτό τους. Ή που τους απαντούν τα αντικείμενα. Το άδειο ποτήρι, το κρεμασμένο κάδρο, το φωτιστικό με την καμένη λάμπα, το ψυγείο που βουίζει, ο απορροφητήρας που ΄΄τραβάει’’ τους μονολόγους τους.
Εκείνους που μέσα στο διαδίκτυο μιλούν με γνωστούς και άγνωστους για χαρές, λύπες, καημούς και πόνους, Ακόμα και μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.
Εκείνους που μαζεύουν τα αδέσποτα της γειτονιάς και μοιράζουν το υστέρημά τους και μοιράζονται την αγάπη.
Εκείνους που δεν μένουνε μέσα… Που μένουν στα πεζοδρόμια, στα παγκάκια, στα σκαλοπάτια πολυκατοικιών, στα πλακόστρωτα, στα χωμάτινα αναχώματα μ’ όλο τους το σπίτι σε μια βρώμικη σακούλα.
Εκείνους που ορκίζονται ότι δεν θα ξανακούσουν ενημέρωση για τον ιό και το απόγευμα στις 6 με μια διεστραμμένη ανάγκη να ακούσουν ό,τι δεν θέλουν να ακούσουν, ακούνε ό,τι τους στενοχωρεί.
Αλλά κυρίως συλλογιέμαι αυτούς τους ‘‘αριθμούς’’. Κάποτε ‘‘χτυπούσαν’’ αριθμούς στους αιχμάλωτους των στρατοπέδων. Τώρα ‘‘χτυπάνε’’ αριθμούς στον ‘‘αριθμό’’ των νεκρών. Στα φέρετρα που αν τα βάλεις το ένα δίπλα στο άλλο, μας κάνουν ένα ολόκληρο νεκροταφείο. Φέρετρα που μέσα τους κλείνουν ζωές, όνειρα, αγάπες, θύμησες… ‘‘Άφκιαστο κι αστόλιστο του χάρου δεν σε δίνω, στάσου με το ανθόνερο την όψη σου να πλύνω’’, είπε ο ποιητής… Και η Αντιγόνη έθαψε τον άταφο αδελφό της… Και πέθανε γι’ αυτό.
Και συλλογιέμαι μέσα σ’ όλα αυτά εκείνους που δεν μένουν μέσα, αλλά που ‘‘μένουν’’ έξω. Με την μάσα όμως και στα μέσα και στα έξω. Και συλλογιέμαι τον κόσμο τον άκοσμο. Και συλλογιέμαι πως ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο. Πως μιλάει μόνο με αριθμούς μες στις αμμοθίνες της ερημιάς. Βολεμένος στις φαντασμαγορικές δυστοπίες του τίποτε και τις δίκοπες όψεις της υποκειμενικής αντικειμενικότητας και του ειλικρινώς ψεύδεσθαι’’ Και πως εμείς οι συλλογισμένοι έγκλειστοι κάνουμε την αποξένωση φόβο. Κυρίαρχοι μέσα σ’ έναν κόσμο μικρόκοσμο και απολυμασμένο. Έναν κόσμο που κοιμόμαστε μέσα του και που αυτός αρρωσταίνει και σήψεται γύρω μας. Και που σαν τον κοιτάω πίσω απ’ το λευκό της κουρτίνας που τρεμουλιάζει, συλλογιέμαι… πως και από τι να πιαστεί αυτός ο κόσμος, για να γίνει ‘‘κόσμος’’ και πάλι.