Περίεργα λόγια ακούγονται. Καιρό τώρα. Από τον τρέχοντα αντιπολιτευτικό λόγο. Ρηματοποιεί την αντιπολίτευση, χωρίς να εγγράφει μια ριζική κριτική απέναντι σε μια εξουσία που ονοματίζει «καθεστώς», δηλαδή μια κυβέρνηση που πράττει, από την πρώτη στιγμή της, με τρόπους ριζικά αντίθετους προς ό,τι ορίζεται ως κράτος δικαίου και κοινοβουλευτικό πολίτευμα. Ίσως, αυτή την αντίθεση ανάμεσα στο «καθεστώς» και στη δημοκρατική αρχή νομιμοποίησης, αυτή την απόσταση και τη διαφορά ανάμεσα στη ρηματική δημοκρατία και στην «περιγραφή» της από μια ολοένα και πιο αποπνικτική «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», που συγκροτεί ένα καθεστώς εκτός και πέραν του κείμενου Συντάγματος, ίσως αυτή την αντινομία δεν μπορεί να υπερβεί ο τρέχων αντιπολιτευτικός λόγος.
Εγκαλεί ως παράνομες, πράξεις της κυβερνητικής εξουσίας, στο όνομα της παραβίασης της νομιμότητας. Ποιας νομιμότητας; Διότι η αντιπολίτευση οφείλει να ορίσει εκ των προτέρων το τι νοηματοδοτεί ως νομιμότητα. Οι πληθωρικές πράξεις νομοθετικού περιεχομένου της κυβέρνησης Μητσοτάκη, στο όνομα της «έκτακτης ανάγκης», είναι νόμιμες. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης είπε ότι οι υποκλοπές επικοινωνιών δημόσιων προσώπων είναι νόμιμες. Αλλά πολιτικά μη αποδεκτές. Η αντιπολίτευση δεν έδωσε σημασία σ’ αυτή την αντίστιξη «νόμου» και «εξουσίας», σ’ αυτό το «αν το ήξερα, μολονότι νόμιμο, δεν θα το επέτρεπα». Αυτή η φράση αποτελεί επιτομή ενός βουλησιαρχικού, ανεξέλεγκτου, «ντεσιζιονιστικού» καθεστώτος, που υποτάσσει τον νόμο στη βούληση ακανονάρχητης ερμηνείας του από την ύπατη αυθεντία μιας γυμνής εξουσίας.
Καιρό τώρα, οι κυβερνώντες αφηγούνται, αντικριστά σε κάθε «κακό», την επικείμενη έλευση μιας καλύτερης μέρας. Οι πολλοί δεν το καταλάβαιναν, δεν το ένιωθαν. Είχαν μπροστά τους την ερημία μιας ζωής, με την αγωνία του άγνωστου, την ανεπίκουρη ασθένεια, την άπνοια σ’ ένα ξημέρωμα που δεν ερχόταν, την πικρία του λειψού μεροκάματου, το καθημερινό σίριαλ μιας «κανονικής ζωής» στην κάμαρη του πουθενά. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν οι πολλοί τι είναι αυτή η πρόσκληση σε μια μη υλιστική, «ολιστική προσέγγιση της ζωής» που φέρνει την «ευτυχία», όπως τους προέτρεπε ο πρωθυπουργεύων. Και δεν μπορούσαν να τα καταλάβουν αυτά οι πολλοί, όχι γιατί ήσαν αγράμματοι, αλλά επειδή τους εμπόδιζε αυτή η «οπισθοδρομική-καθυστερημένη» υλιστική συνθήκη της βιωτής τους.
Αυτά, όμως, δεν τα καταλάβαινε και ο άριστος των αρίστων. Ο Μητσοτάκης. Γιατί η κατανόησή τους εξαντλείται σε «ταχύρυθμα σεμινάριά» του από τριτοκλασάτο αμερικανικό Πανεπιστήμιο, όπου εκλείπει η απαιτητική ακολουθία: Weber-Parsons-Inglehart. Εκεί, σου σερβίρουν αυτά τα θέματα σε μεσημεριανό, πάντα ελαφρύ, γεύμα ο τάδε ή ο δείνα σύμβουλός σου. Και ίσως αυτή η ελαφρότητα του απομεσήμερου είναι ένας από τους λόγους που του ειπώθηκε να χρησιμοποιεί το «ολιστικό», μπερδεύοντας έτσι τον μεθοδολογικό ατομικισμό του φιλελεύθερου Popper με τον «αριστερό» ολισμό του Mauss.
Δεν έχει και πολλή σημασία. Η απόσταση από τον τρισκατάρατο ολοκληρωτισμό διατρέχεται σε χρόνο-μηδέν. Με δολοφονίες και ποδοπάτημα της όποιας νομιμότητας ενός ασθμαίνοντος Κράτους Δικαίου. Το πρωτεύον είναι η πάση θυσία διατήρηση του καθεστώτος μιας βαθιά προσωπολατρικής και αυτόχρημα ιδιοτελούς «φαμίλιας». Πάση θυσία. Πάνω και πέρα από τον νόμο. Με επαναληπτικό τσαλάκωμα κοινοβουλευτικών διαδικασιών, με εύσημα παραβίασης (εν ανάγκη αιματηρής) πλείστων όσων δικαιωμάτων, με κατασκευή «προθύμων» μιας αγελαίας και χύδην προπαγάνδας στα pecunia numerata ΜΜΕ, με χαφιέδες επιτηρητές των αταξινόμητων πολιτικών αντιπάλων, με ακαριαία καταπάτηση της αστικής, έστω, διάκρισης των εξουσιών.
Η «ευτυχία», που είπε ο Καλύβας στον Μητσοτάκη ότι συνιστά το διακύβευμα της επόμενης εκατονταετίας (με τα λόγια του «μαθητή» του Μητσοτάκη), είναι το κενό που χωρίζει από τη μαύρη άβυσσο. Γιατί είναι ο εύμαρος βίος των ολίγων, που έχουν το κεκτημένο του «υλιστικού», για να μπορούν να είναι «ευτυχείς μετα-υλιστές». Και η μαύρη άβυσσος που χωρίζει τους πολλούς από τους λίγους, την ευτυχία από τη δυστυχία, είναι η εξουσία των αστών της λούφας. Η εξουσία που ρητορεύει για το «ολιστικό» της «ευτυχίας», διαμεσολαβώντας πάντα το επιμέρους των γυμνών, ισχυρών, ανηλεών, ανομικών συμφερόντων των αφεντικών της. Αδίστακτα, έναντι παντός πολιτειακού, συνταγματικού ή όποιου άλλου νόμου.
Απέναντι σ’ αυτά, είναι η αναζήτηση της ευτυχίας του ανθρώπου, που ψάχνει με αγωνία για την ελευθερία του. Τη μόνη που θα φέρει την ευτυχία του.
Όποιος το τόλμησε, έχει την ευλογία του ανείπωτου.
Για τον Νικόλα Βουλέλη