Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες αντιμετωπίζονται σαν στρατός εισβολής. Και όπως σε κάθε πόλεμο η εθνικοφροσύνη απογειώνεται, παίρνει διαστάσεις, μετατρέπεται σε ιδεολόγημα, σε όπλο ενάντια στον απειλητικό εχθρό. Κι ας είναι οι «εισβολείς» οι κατατρεγμένοι του κόσμου, τα θύματα ενός πολέμου συμφερόντων…
«Κανένα σοβαρό κράτος δεν εκβιάζεται από τρομοκράτες ή θαυμαστές τους. Η Νέα Δημοκρατία θα καταργήσει τον Νόμο Παρασκευόπουλου και θα επαναφέρει τις φυλακές υψίστης ασφαλείας για αμετανόητους τρομοκράτες».
Από προεκλογική εξαγγελία του Κυριάκου Μητσοτάκη…
Ας αρχίσουμε λοιπόν από αυτό. Ας το παραδεχτούμε, η Νέα Δημοκρατία δείχνει συνέπεια στις προεκλογικές της δεσμεύσεις. Πριν καν ορκιστούν οι νέοι «μπλε» υπουργοί, είχαν ανακοινωθεί τα πρώτα μέτρα, οι πρώτες νομοθετικές παρεμβάσεις. Και, καθόλου τυχαία, είχαν σχέση με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες – από την ανάποδη. Από την πλευρά της… ασφάλειας και της καταστολής.
Στον δρόμο που χάραξε ο Όρμπαν
Επαναφορά της ομάδας ΔΕΛΤΑ με πρόσληψη 1.500 αστυνομικών, κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, πάγωμα του νέου Ποινικού Κώδικα, δημιουργία φυλακών τύπου Γ, ανάκληση της εγκυκλίου απόδοσης ΑΜΚΑ σε μετανάστες, φύλαξη των θαλάσσιων συνόρων στο πλαίσιο της πολιτικής αποτροπής, αλλαγή της πολιτικής για το άσυλο και κυρίως η υπαγωγή της μεταναστευτικής αλλά και της αντεγκληματικής πολιτικής στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, δηλαδή στην αστυνομία. Το τελευταίο αποτελεί έκπληξη, καθώς και οι πιο απαισιόδοξοι δεν περίμεναν μια τέτοια κίνηση, που στην ουσία αποτελεί αρνητική καινοτομία για το σύνολο της Ευρώπης. Η Νέα Δημοκρατία του δήθεν μεταρρυθμιστή Μητσοτάκη -και με τη βούλα πλέον- συντάσσεται απολύτως με τη λαϊκιστική Άκρα Δεξιά των Όρμπαν και Τραμπ. Γιατί όταν εξορίζεις τη δικαιοσύνη από τη Δικαιοσύνη, όταν παραδίδεις σε αστυνομικό κλοιό ακόμα και τους επιμελητές ανηλίκων, τις δομές Υγείας ή την Ιατροδικαστική Υπηρεσία, το μόνο που κάνεις είναι να γυρνάς το ρολόι δεκαετίες πίσω, σε μια πολιτική καθόλα επικίνδυνη για τα ανθρώπινα δικαιώματα και βεβαίως αποτυχημένη ως προς την αντιμετώπιση της παραβατικότητας. Το περιβόητο δόγμα της «ασφάλειας» διεισδύει στην καθημερινότητά μας σαν οδοστρωτήρας, σαρώνοντας στο πέρασμά του το όποιο κράτος δικαίου. Γρήγορα βέβαια θα αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει καμία ασφάλεια όσο τα δικαιώματα είναι υπό συνεχή διωγμό. Και φυσικά όσο η Νέα Δημοκρατία θα παραδίδει, μέσω ΣΔΙΤ, μέρος της ευθύνης του κράτους σε ιδιώτες. Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη συναντά τον αυταρχισμό. Ενωμένοι σαν μια γροθιά, υπερασπιστές της ανελευθερίας.
Σαν να είναι εισβολείς
Ακριβώς στην ίδια λογική κινούνται και οι βηματισμοί της νέας κυβέρνησης στο μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα. Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες αντιμετωπίζονται σαν στρατός εισβολής. Και όπως σε κάθε πόλεμο η εθνικοφροσύνη απογειώνεται, παίρνει διαστάσεις, μετατρέπεται σε ιδεολόγημα, σε όπλο ενάντια στον απειλητικό εχθρό. Κι ας είναι οι «εισβολείς» οι κατατρεγμένοι του κόσμου, τα θύματα ενός πολέμου συμφερόντων..
Γι’ αυτό και η φύλαξη των θαλάσσιων συνόρων, που σημαίνει στην πράξη παραβίαση του Δικαίου της Θάλασσας και επαναπροωθήσεις θανάτου αντί της σωτηρίας. Γι’ αυτό και η υπαγωγή της μεταναστευτικής πολιτικής στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, στην αστυνομία δηλαδή. Ο… εχθρός αντιμετωπίζεται με όπλα και καταστολή. Αποτροπή…
Η Νέα Δημοκρατία, όμως, δεν περιορίζεται στην καταπολέμηση του… εχθρού στα μέτωπα της μάχης, δηλαδή στα θαλάσσια σύνορα. Έχει τον τρόπο της να χτυπάει τον «εισβολέα» και εντός των τειχών, μέσα στο σπίτι του. Η απόφαση Βρούτση με την ανάκληση της εγκυκλίου για τον ΑΜΚΑ στέλνει προς πολλές κατευθύνσεις σαφές μήνυμα. Η ζωή των μεταναστών δεν έχει την ίδια βαρύτητα με τη ζωή των ημεδαπών. Και επειδή δεν την έχει, η καθημερινότητα του μετανάστη και της μετανάστριας και των παιδιών τους θα γίνεται όλο και πιο δύσκολη, αβίωτη. Η Ελλάδα ξαναγυρνά επικίνδυνα, κυνικά στην εποχή των «λαθραίων» και «περισσευούμενων» ανθρώπων.
Η ασφάλεια ως προϊόν
Δεν είναι η πρώτη φορά που αναφέρουμε ότι τα ζητήματα αυτά συγκροτούν δύο διαφορετικά ιδεολογικά μανιφέστα. Ανάμεσά τους μια σαφής διαχωριστική γραμμή. Ανελευθερία εναντίον ελευθερίας, αυταρχισμός εναντίον δικαιωμάτων, Δεξιά εναντίον Αριστεράς… Αλλά, ακόμα και αν -ως υπόθεση εργασίας- αποδεχτούμε την πρόταση της Ν.Δ., από πουθενά δεν προκύπτει ότι μέσω αυτής της πολιτικής μπορούν να εξασφαλιστούν η ασφάλεια και ο περιορισμός, έστω, της παραβατικότητας. Σε χώρες στο απώτερο παρελθόν επιχειρήθηκαν να εφαρμοστεί ο ποινικός αυταρχισμός ή η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο όνομα μια σταθερής… έκτακτη ανάγκης, πολύ γρήγορα αποδείχτηκε ότι έφερε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Η βία γέννησε βία, η καταστολή διαιώνισε την παραβατικότητα, δημιούργησε νέες ανασφάλειες.
Πόσο τυχαίο είναι άλλωστε ότι στις αγροτικές φυλακές, που κατά τεκμήριο οι συνθήκες είναι πιο ανθρώπινες, οι συμπλοκές είναι ανύπαρκτες και οι αποδράσεις ή οι μη επιστροφές από τις άδειες μετρούνται στα δάχτυλα; Αλλά στην πραγματικότητα η ηγεσία της Ν.Δ. δεν ενδιαφέρεται για την ασφάλεια των πολιτών. Αυτό που την ενδιαφέρει, και ως έναν βαθμό το έχει πετύχει, είναι να πουλήσει ασφάλεια ως ένα προϊόν που έχει κέρδος. Και κάθε προϊόν που είναι προς πώληση έχει ανάγκη τη διαφήμισή του.
Έτσι, οι διαφημιστές της Ν.Δ. φρόντισαν όλο το προηγούμενο διάστημα, με έναν συστηματικό, επαγγελματικό τρόπο, να δημιουργήσουν κλίμα τρομοκρατίας. Αξιοποιώντας κάθε αφορμή, οποιοδήποτε περιστατικό -υπαρκτό ή ανύπαρκτο-, καλλιέργησαν την εικόνα μιας γενικευμένης ανομίας.
Τα Εξάρχεια μπορεί να μην τρόμαζαν τα ίδια τα Εξάρχεια απαραιτήτως, αλλά ήταν ο φόβος και ο τρόμος στο Σουφλί, το Κιλκίς ή τη Φλώρινα. Η καθημερινή τηλεοπτική επίθεση, η… ποινικοποίηση του Νόμου Παρασκευόπουλου, η αίσθηση ότι τα πανεπιστήμια είναι άντρο των εμπόρων ναρκωτικών και το ότι η Μυτιλήνη λόγω Μόριας μυρίζει δημιούργησαν μια φαντασιακή εικόνα. Ο ΣΥΡΙΖΑ με τις ιδεολογικές του εμμονές κατέστρεψε την «τάξη» και παρέδωσε τη χώρα στους εχθρούς! Και κάπως έτσι οι νοικοκυραίοι επαναστάτησαν…
Δεν έχουμε, λοιπόν, καιρό. Η Αριστερά, που παραμένει ισχυρή, είναι υποχρεωμένη να υπερασπιστεί το ιδεολογικό και αξιακό της πλαίσιο, την ουμανιστική της αντίληψη και να μην κάνει βήμα πίσω απ’ όσα κέρδισε, απ’ όσα ανέδειξε την προηγούμενη περίοδο στον τομέα των δικαιωμάτων. Γιατί τα ζητήματα αυτά δεν είναι απλώς μια πινελιά στην πολιτική της Αριστεράς, αλλά ο πυρήνας της