Γράφει η Μύρνα Φαφουτέλλη
Μην κλαις μπαμπά, μην κλαις μαμά, θα τα λέμε στο «skype».
Θρύψαλα η φωνή, κομμάτια η αγκαλιά. Τα δάχτυλα κύλησαν μέσα στα δάχτυλα, το δάκρυ κόμπιασε στο δέλτα των ματιών και το αεροπλάνο πήρε μακριά σου τα κομμάτια του είναι σου. Και περνούν οι μέρες και οι νύχτες, οι μήνες και τα χρόνια. Και συ γυρνάς και γερνάς σ’ ένα άδειο σπίτι, και σέρνεις το χάδι σου σ’ ένα γεμάτο ψυχή δωμάτιο. Στο γραφείο ένα τετράδιο με μαθηματικούς και φυσικούς υπολογισμούς. Χαμογελάς καθώς το κοιτάς. Δεν καταλαβαίνεις γρι απ’ αυτά. Η καρέκλα παίρνει μια στροφή και σε φέρνει αναμαλλιασμένο ξανά μπροστά μου.
«’Θες ένα τοστ;» ρωτάς, αλλά η καρέκλα σου γυρίζει την πλάτη. Η ματιά σου σκαλώνει στη βιβλιοθήκη του. Ξεχειλίζει από βιβλία. Ο υπολογιστής βουβός στη γωνιά. Μολύβια, στυλό, μπλάνκο, χάρακες, διαβήτες, στρατιώτες ενός πολέμου που άρχισε πολλά χρόνια πριν.
Έκλαιγες την πρώτη μέρα στο νηπιαγωγείο. Δεν ήθελες να πας. Κάναμε γλυκάκια για τα παιδιά, πήραμε μπογιές, μαρκαδόρους, μπλοκ ζωγραφικής κι αρχίσαμε το ταξίδι. Μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο. Με το βιβλίο στο χέρι και την φροντίδα και την αγάπη στην καρδιά. Με διάβασμα στον καναπέ κι από κρεβάτι σε κρεβάτι. Λύνοντας ασκήσεις στα μαθηματικά. Γράφοντας εργασίες στα κείμενα, στα αρχαία, στα θρησκευτικά. Σαν να είναι τώρα θυμάμαι το τηλέφωνο ένα πρωινό μετά από ένα διαγώνισμα αρχαίων «οι ταμίαι, οξεία ή περισπωμένη παίρνει». Οξεία, σου είπα… «Ζήτωωωω» , φώναξες και η χαρά σου ήταν και χαρά μου…
Και μετά τα φροντιστήρια με χιονιά και καύσωνα… Στις ξένες γλώσσες, στην πληροφορική, στα μαθήματα των πανελληνίων. Και μετά οι εξετάσεις. Οι τρελές αγωνίες για τους βαθμούς, το «πάω να δώσω λευκή κόλλα», που ήταν το συνθηματικό μας για να σου πάνε όλα καλά και για το γούρι, το φίλημα πάντα μπροστά στην πόρτα την ώρα που έφευγες για να έχεις την αύρα μου και την μυρωδιά μου την ώρα που γράφεις.
Και μετά η επιτυχία. Και η λαχτάρα να έχεις τα καλύτερα. Να βρούμε σπίτι, να πάρουμε έπιπλα. Και μετά τα δέματα. Και οι αναμονές των γιορτών. Η τρεμούλα να περιμένω στο λιμάνι το καράβι που έχει το παιδί μου μέσα. Τα καλοκαίρια… Οι χαρές. Οι φίλοι που έρχονταν να φιλοξενηθούν.
Και μετά το πτυχίο και η ορκωμοσία, η συγκίνηση, το δάκρυ. Άντε και το μεταπτυχιακό με άριστα στο εξωτερικό…
Και μετά η προσγείωση. Η πίκρα της απόρριψης. Να ψάχνεις, να φιλάς κατουρημένες ποδιές να βρεις δουλειά. «Δεν είναι εύκολες οι θύρες, εάν η χρεία τες κουρταλεί». Και πώς να ανοίξουν άλλωστε, αφού οι νόμιμοι ιδιοκτήτες της χώρας είχαν αλλάξει και τις κλειδαριές και είχαν πάρει και τα κλειδιά μαζί τους σε περίπτωση που θα ξαναγυρίσουν να την επανδρώσουν κατά το συμφέρειν;
«Δεν γίνεται», μου είπες, «δεν μπορώ να βρω εδώ δουλειά, δεν το βλέπεις; Αν δεν έχεις μέσον, τίποτε δεν γίνεται».
Κι έφυγες. Και μιλάμε το βράδυ στο skype. Στην αρχή νέες αγωνίες. «Πώς είναι το γραφείο σου, σου φέρονται καλά στη δουλειά;» Στη συνέχεια, «θα έρθεις τα Χριστούγεννα;» «Δεν ξέρω ρε μάνα, είναι και χειμώνας, είναι και μακριά, θα δούμε». Οι κουβέντες στην καθημερινότητα πάντα οι ίδιες… «Να ντύνεσαι καλά, έφαγες, είσαι καλά;», «είμαι, μην στενοχωριέστε… όλα καλά» …
Αχ, παιδάκι μου, πουλάκι ξένο, ξενιτεμένο, πουλί χαμένο πού να σταθώ, πού ν’ ακουμπήσω να ξενυχτήσω, να μη χαθώ… Είσαι ‘’ξένο’’, παιδάκι μου και δεν μπορούσες να βρεις εδώ δουλειά… Έτσι είπε κάποιος υπουργός αυτής της κυβέρνησης, αυτών των ίδιων ανθρώπων που πριν δέκα χρόνια σε έκαναν ξένο…
ΑΦΙΕΡΩΜΕΜΟ Σ’ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΜΑΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΑΔΕΣ, ΠΟΥ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ «ΞΕΝΑ» ΚΑΙ ΕΓΙΝΑΝ ΞΕΝΑ, ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΚΡΕΜΑΣΑΝ ΣΤΟ ΛΑΙΜΟ ΤΟΥΣ ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΤΑΜΠΕΛΑ. ΒΛΕΠΕΙΣ, ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΑΣΧΟΛΗΘΟΥΝ ΜΕ ΤΙΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΤΟΥΣ