Πριν από καιρό, στην Κρήτη αν δεν απατώμαι, στους σεισμούς, τηλεοπτικό κανάλι έπαιρνε συνέντευξη από μία κυρία που εξέφραζε την αγωνία και την αγανάκτησή της γιατί το κράτος δεν είχε φροντίσει να τους περιθάλψει ως όφειλε. «Τι είμαστε εμείς» έλεγε η συνεντευξιαζόμενη, «λαθρομετανάστες είμαστε;»
Ομολογώ ότι μου άφησε ένα σημάδι όλο αυτό. Μία σκέψη, που λίγο-λίγο μεγάλωνε, έπιανε έναν χώρο υπαρκτό, ήταν κάτι ανάμεσα σε μία θλίψη και μία αποκάλυψη, μία σύνδεση που έπρεπε να γίνει, και, κυρίως, έπρεπε να ειπωθεί.
Τι είμαστε εμείς, λαθρομετανάστες είμαστε;
Είχα δουλειές, τρεξίματα, έμεινε πίσω όλο αυτό. Γράφω σαφώς σπανιότερα πια, άλλη φορά θα αναλύσουμε γιατί, και έτσι δεν μου τριβέλιζε το μυαλό τόσο, όσο να γραφτεί κείμενο αποκλειστικά γι’ αυτό. Πριν λίγο καιρό όμως όμως, μία άλλη τηλεοπτική παρουσία, ξύπνησε αυτήν την ξεχασμένη διαδικασία και την ταξίδεψε τα τέσσερα-πέντε μέτρα που χρειαζόταν για να γίνει από σκέψη, γραπτό κείμενο:
Η Ολλανδή δημοσιογράφος Ίνγκεμποργκ Μπέουχελ, πήρε τον λόγο στην κοινή συνέντευξη τύπου για την επίσκεψη του Ολλανδού πρωθυπουργού και ρώτησε (και τους δύο, αλλα κυρίως) τον έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για τα pushbacks, τις επαναπροωθήσεις που κάνει η Ελλάδα των μεταναστών στην Τουρκία. Το ύφος της ήταν δεικτικό, το «γιατί ψεύδεστε» προς τον πρωθυπουργό άναψε τα αίματα, και, ο,τι ακολούθησε μετά από αυτό, είναι καταγεγραμμένο.
Καταγεγραμμένη όμως, είναι και η αντίδραση μετά το συμβάν. Όσοι θεωρούν πως η Ελλάδα συμμετέχει σ’ αυτήν την (εξόχως παράνομη) διαδικασία και το αποκρύπτει, όσοι θεωρούν πως η δημοσιογραφία σκεπάζει με προσοχή κάθε αντίστοιχη αναφορά – βρήκαν την ηρωίδα τους. Όσοι, από την άλλη πλευρά, υπερασπίζονται την κυβέρνηση, θεώρησαν την ενέργεια της δημοσιογράφου από άστοχη έως επιθετική, και εστίασαν εκεί.
Ταυτόχρονα όμως σχεδόν, η ειδησεογραφία ασχολήθηκε και με μία ακόμα είδηση – την πολύ προβληματική, εξόχως επικίνδυνη έλλειψη φροντίδας στα νοσοκομεία, είτε Covid είτε απλών περιστατικών που, παρά την σοβαρή υγειονομικά κατάσταση της χώρας, από ότι φαίνεται, αφήνει τον κόσμο να αναρρώνει(;) σε ράντζα.
Pushbacks, εμείς που δεν είμαστε λαθρομετανάστες, και ράντζα.
Υπάρχει μία ιστορία πίσω από αυτήν την σύνδεση – μία προτροπή. Πρόθεσή μου δεν είναι να μαλώσω κανέναν (όχι, ούτε την κυρία που διαμαρτύρεται) αλλά περισσότερο να εξηγήσω ένα γεγονός, να φωτίσω κάτι που σε μένα φαίνεται απολύτως λογικό, σχεδόν αδιανόητα ξεκάθαρο:
Το νήμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Είναι, -αναρωτιέμαι φωναχτά τώρα- είναι ποτέ δυνατόν μία κυβέρνηση που κάνει pushbacks, ή που φυλακίζει ανθρώπους για χρόνια που δεν έκαναν τίποτα κακό σε άθλιες, απαράδεκτες συνθήκες, είναι δυνατόν να περιμένει κανείς να έχει ανθρώπινο πρόσωπο αλλού;
Είναι ποτέ δυνατόν, όταν η δημοσιογραφία και οι πολίτες, είτε αποδέχονται, είτε επιδοκιμάζουν, είτε απλώς αδιαφορούν σε όλα αυτά, είναι ποτέ δυνατόν να περιμένουν όντως διαφορετική αντιμετώπιση στην δική τους ανάγκη;
Αλήθεια;
Όταν φέρεσαι ρατσιστικά ως κυβέρνηση, όταν ξεχωρίζεις τους ανθρώπους σε «αδιάφορο αν θα πεθάνουν» και «πολύ σημαντικούς», το κάνεις κόβοντας ένα νήμα, αυτό που σε συνδέει με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, με την ανθρωπιά – και το κόβεις δια παντός. Είναι αδύνατον να το ξαναβρείς. Δεν γίνεται. Σαν το κορδόνι του παραμυθιού, αν κοπεί, δεν θα βρεις ποτέ ξανά το σπίτι σου. Οι άνθρωποι μπήκαν στο ζύγι. Όποιο κι αν είναι αυτό το ζύγι, «Ξένοι» versus «Ελλήνων», «Μουσουλμάνοι» versus «Χριστιανών», «Μαύροι» versus «Λευκών», «Παράνομοι» versus «Νόμιμων» – από την στιγμή που βάζεις σε μία ζυγαριά την αξιοπρέπεια, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, από την στιγμή που την συγκρίνεις, παύει να έχει σταθερή, παγκόσμια αξία, έχει μόνο βάρος.
Και, το κακό με το βάρος, είναι πως είναι μία μονάδα μετρήσιμη. Πάντα, πάντα, ΠΑΝΤΑ θα υπάρχει κάτι πιο βαρύ. Πάντα. Δεν μετράς πια ανθρώπους, μετράς βάρη. Σήμερα, είσαι τυχερός, είναι οι ξένοι. Αύριο όμως; Όταν τελειώσουν οι ξένοι; Κάποια στιγμή θα έρθει και η δική σου σειρά. Αύριο θα είσαι εσύ.
Και, το ακόμα μεγαλύτερο κακό με αυτήν την διαδικασία, είναι πως επιτρέπεις σε κάποιον να ζυγίζει τι είναι πιο σημαντικό. Του δίνεις εξουσία πάνω στην ζωή και στον θάνατο, στην επιβίωση και την φρίκη, του δίνεις το δικαίωμα να επιλέξει. Και, αυτός που επιλέγει, ως άνθρωπος κι αυτός, για ένα πράγμα μπορείς να είσαι σίγουρος: δεν θα επιλέξει τον εαυτό του.
Ποτέ.
Άκουσες ποτέ σκούρο ρατσιστή να λέει «εμείς οι μαύροι πρέπει να πεθάνουμε»; Όχι, και ούτε θα το ακούσεις ποτέ. Ο ρατσιστής ποτέ δεν θα αντιληφθεί τον εαυτό του ως τον πιο αδύναμο κρίκο. Πάντα, πάντα πάντα θα θεωρεί πως έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από κάποιον με τον οποίο θα συγκριθεί.
Χμμμ ναι, αυτό βγάζει νόημα – αν την σύγκριση την κάνεις εσύ. Αν όμως επιτρέψεις σε κάποιον άλλον να κάνει την σύγκριση, μπορεί σήμερα να σε βρει πιο σημαντικό, μα δεν είναι δεδομένο πως θα το κάνει και αύριο. Του έδωσες την εξουσία να ζυγίζει, άρα ο ίδιος θα είναι πάντα πιο σημαντικός από οτιδήποτε. Και από σένα.
«Δεν είμαστε λαθρομετανάστες, για να μας συμπεριφέρονται έτσι». Μία δήλωση από έναν άνθρωπο που ανακάλυψε πως το ζύγι το έχει άλλος, πως δεν είναι πια ο πιο σημαντικός, πως πάντα θα υπάρχει κάποιος πιο βαρύς, πιο σπουδαίος. Το σχοινί κόπηκε, η ελπίδα να ξαναβρεις το σπίτι της ανθρώπινης αξιοπρέπειας εξανεμίστηκε, τώρα είσαι ανυπεράσπιστος στο δάσος με λύκους που τους ακόνισες εσύ τα δόντια τους. Και κάπως έτσι, δεν υπάρχουν λεφτά για καταλύματα και παροχή βοήθειας γιατί πάνε σε κάτι άλλο πιο σημαντικό, δεν περισσεύουν για σένα πια ΜΕΘ, αλλά για κάποιον πιο σημαντικό, δεν αγοράζονται πια ΜΕΘ και προσωπικό, αλλά τα χρήματα πάνε σε κάτι άλλο πιο σημαντικό, κάπως έτσι πεθαίνεις σε ένα ράντζο γιατί κάποιος άλλος σε ζυγισε σκάρτο. Κάπως έτσι είσαι ο Ινδαρές και σε βρίζουν και σένα και τα παιδιά σου οταν σε βαρέσουν, κάπως έτσι είσαι ένας περαστικός στην Νέα Σμύρνη και σου φυτεύουν διαθέσεις προθέσεις και δολοφονικές απόπειρες, κάπως έτσι αναρωτιέσαι γιατί ως πυροσβέστης να σε ψεκάζουν με αύρες και να σου κόβουν δάχτυλα.
Και κάπως έτσι θα ακούσεις ότι είσαι «ρεμάλι», «άχρηστος», «επικίνδυνος», «αδιάφορος», «αχάριστος». Όπως ακριβώς περιέγραψαν την δικαιολογία τους σε σένα όταν σκότωναν άλλους, έτσι ακριβώς θα περιγράψουν τον λόγο που θα δολοφονούν την δική σου ελπίδα, στους υπόλοιπους. Και όσο εσύ τους δικαιολόγησες τότε, ή αδιαφορούσες για την αδικία, τόσο θα τρελαίνεσαι που οι άλλοι θα αποδέχονται την αδικία εις βάρος σου με αντίστοιχες, ψευδέστατες δικαιολογίες. Θα ακούγονται όλα αυτά τόσο γνώριμα, πράγματι. Και θα είναι.
Αυτό το παιχνίδι είναι σκληρό – αλλά οι κανόνες του είναι ξεκάθαροι. Αν όταν κοπεί το νήμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας το επιτρέψεις, αν δεν φωνάξεις, αν δεν ουρλιάξεις όταν συμβεί στον πιο ασήμαντο από σένα, το suid game ξεκίνησε. Στο τέλος θα μείνει ένας, και, σου το υπογράφω, δεν θα είσαι εσύ.
Τι αξία έχει ένας λαθρομετανάστης; Τι αξία έχει ένας ανώνυμος φυλακισμένος; Τι αξία έχει ένας βρώμικος ζητιάνος; Τι αξία έχει ένας εξορισμένος και βασανισμένος κομμουνιστής, ένας χτυπημένος από την αστυνομία αναρχικός, ένας λοιδωρημένος γκέι, ένα παρατημένο στον δρόμο πρεζόνι, ένας ταλαιπωρημένος φτωχός;
Αυτοί είναι το νήμα της αξιοπρέπειας. Αυτοί πιασμένοι χέρι-χέρι, μπορούν να σε οδηγήσουν στο σπίτι της ανθρωπιάς σου.
Ένας να φύγει, σε έναν να επιτρέψεις να αποφασίσει ποιος αξίζει και ποιος όχι, το νήμα κόπηκε.
Τουλάχιστον μην ξαφνιαστείς μετά.