Συμβαίνει καθημερινά μπροστά στα μάτια μας. Καθισμένη πάνω σε μια πραγματικότητα σχεδόν εκρηκτική, και πάντως απογοητευτική, η κυβέρνηση Μητσοτάκη μοιάζει να μην επικοινωνεί με τα μηνύματα που παίρνει και ακολουθεί την πεπατημένη των προπαγανδιστικών μηχανισμών: την κρύβει κάτω από έναν σωρό ωραιοποιημένων και αντίθετων με τη βιωμένη καθημερινότητα αριθμών. Κλείνει τα μάτια και κάνει πως δεν υπάρχει.
Εικόνες αμφισβήτησης και κρίσης
Θα χρειαζόταν πολύ περισσότερος χώρος και μόνο για να απαριθμήσει κάποιος τηλεγραφικά τα επικίνδυνα ανοιχτά ζητήματα, που απειλούν αυτή την ώρα την οικονομία, την κοινωνία που υποφέρει από τις ανισότητες, στις οποίες προστίθεται η διάχυτη αίσθηση διαφθοράς και η κατασταλτική ασυδοσία, τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, τους δημοκρατικούς θεσμούς, την επάρκεια του δικαιοδοτικού συστήματος, το ανεπαρκέστατο κοινωνικό κράτος, και πνίγουν κάθε αισιοδοξία για το αύριο.
Επειδή είναι εύκολο παρόμοιες αναφορές να υποτιμηθούν σαν συριζικές αντιπολιτευτικές υπερβολές, θα αφήσουμε να μιλήσουν πρόσωπα υπεράνω (τέτοιας) υποψίας.
«Αν κανείς επιχειρήσει να αξιολογήσει την τρέχουσα νεοδημοκρατική διακυβέρνηση, θα διακρίνει κάμποσες εστίες προβληματικότητας, ικανές να διεγείρουν την κοινωνία και να διασαλεύσουν το αγαθό της σταθερότητας, που ο κ. Μητσοτάκης με σχεδόν εγωιστική βεβαιότητα εγγυάται (…) Τα υπερκέρδη των ισχυρών σταθεροποιεί παρά την κοινωνία, η οποία αισθάνεται τις ανισότητες να γιγαντώνονται και τη μοίρα της να εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από τις ευμετάβλητες διαθέσεις των πλουσίων (…) Η έννοια της σταθερότητας δεν είναι απλή, εξαρτάται από πλήθος παραγόντων. Και σίγουρα δεν εξασφαλίζεται από βραχεία κεφαλή στις εκλογές ή από θνησιγενή συμμαχική κυβέρνηση με ακροδεξιά σχήματα» (Α. Καρακούσης, «Το Βήμα» 11-12-2022).
«Όποιος δεν ζει σε γυάλα, διαβλέπει τον κίνδυνο μιας επανάληψης του 2012, όταν το πολιτικό σύστημα κλονίστηκε συθέμελα (…) Εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν. Το κλείσιμο της ψαλίδας ανάμεσα σε έχοντες και μη έχοντες είναι ζωτικής σημασίας. Οι ανισότητες δεν αντέχονται. Αλλά εξίσου σημαντικό είναι η ιθύνουσα τάξη να σέβεται βασικούς κανόνες και αρχές» (Α. Παπαχελάς, «Καθημερινή» 14-12-2022).
Νέα πολιτικά δεδομένα
Αν ερμηνεύουμε σωστά αυτού του τύπου τις παρεμβάσεις, φαίνεται ότι από πολλές πλευρές –και παρά τα θρυλούμενα από την κυβερνητική προπαγάνδα, που βλέπει τα πάντα να πηγαίνουν πρίμα– εντοπίζονται ανησυχητικά σημάδια γενικότερης κρίσης και αναζητούνται εναλλακτικές λύσεις. Τα σενάρια της αυτοδυναμίας, που υπέβαλλαν οι δημοσκοπήσεις πριν από πολύ καιρό, δεν φαίνεται να θεωρούνται ρεαλιστικά στις παρούσες συνθήκες. Μετά τις εξελίξεις με τις υποκλοπές, ακόμα πιο απίθανα θεωρούνται και τα κάπως παλιότερα σενάρια της συνεργασίας ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ με ΝΔ. Ο επιθετικός και χαιρέκακος τρόπος με τον οποίο η ΝΔ αντιμετώπισε το βαρύ τραύμα που προκάλεσε η Καϊλή στο μέχρι πρότινος κόμμα της, έδειξε ότι η ΝΔ εκτιμά, αφενός, ότι η «σύμμαχος» δεξιά πτέρυγα αυτού του κόμματος έχασε μεγάλο μέρος του κύρους και της επιρροής της, αφετέρου, ότι η εναλλακτική τώρα για τη ΝΔ, είναι το σκληρό χτύπημά του, ώστε να αποσπάσει το μεγαλύτερο δυνατό τμήμα της εκλογικής επιρροής του. Κόβονται γέφυρες, λοιπόν.
Άλλωστε, και η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, στη συνεδρίαση της κεντρικής επιτροπής του την περασμένη Κυριακή, έκανε ένα μάλλον αποφασιστικό βήμα υποβάθμισης, αν όχι εγκατάλειψης, της λογικής των ίσων αποστάσεων, μιλώντας για «προοδευτική κυβέρνηση» συνεργασίας, θέτοντας ταυτόχρονα σαφέστατο στόχο την απώθηση της ΝΔ στην αντιπολίτευση. Το κάνει, βέβαια, διεκδικώντας «πρωταγωνιστικό ρόλο» σ’ αυτήν για το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, αλλά αυτό μοιάζει μάλλον με ευχή παρά με προϋπόθεση. Όπως και να ‘χει, όλα αυτά μαζί συνιστούν σημαντική αλλαγή του σκηνικού και αποδυναμώνουν σε μεγάλο βαθμό την ισχύ του μητσοτακικού διλήμματος «σταθερότητα ή αβεβαιότητα». Η σταθερότητα αμφισβητείται πολύ ευρύτερα πια και η αβεβαιότητα αρχίζει να χάνει τη χρησιμότητά της ως φόβητρο.
Ανταγωνισμοί και συγκλίσεις στο νέο πεδίο
Είναι φανερό ότι στο νέο αυτό ανταγωνιστικό πεδίο που διαμορφώνεται, οι «παίχτες» που παίρνουν θέση δεν έχουν όλοι τις ίδιες αφετηρίες και τους ίδιους τακτικούς ή στρατηγικούς στόχους. Και ο κοινός άμεσος στόχος της απαλλαγής από την κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν αρκεί για να λύσει όλα τα προβλήματα. Μπορεί η συγκυρία να ευνοεί τα δεδηλωμένα προεκλογικά και μετεκλογικά σχέδια του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι γίνονται άνευ όρων αποδεκτά από όσους τα θεωρούν μια ενδεχόμενη λύση. Θέτουν κι αυτοί όρους, και η αποδοχή τους ή μη εξαρτάται, τελικά, από τους συσχετισμούς.
Ο χώρος που απομένει είναι ελάχιστος, αλλά μπορούμε να γίνουμε κάπως σαφέστεροι. Η εξασφάλιση της αναγκαίας και ικανής εκλογικής ισχύος από το σύνολο των πιθανών συμμαχικών δυνάμεων δεν είναι δυνατό να επιδιωχθεί ούτε με την ανταγωνιστική διεκδίκηση εκλογικής επιρροής του ενός σε βάρος του άλλου, ούτε με την άμβλυνση των μεταξύ τους διακριτών χαρακτηριστικών. Σε συνθήκες απλής αναλογικής, ο καθένας συνεισφέρει με βάση τη μέγιστη επιρροή που μπορούν να ασκήσουν σε συγκεκριμένες κοινωνικές και εκλογικές κατηγορίες οι δικές του προγραμματικές θέσεις, το δικό του αξιακό φορτίο. Οι εκπτώσεις που γίνονται συνήθως προεκλογικά με στόχο τη διεκδίκηση μεγαλύτερου κομματιού της «πίτας», μπορεί να ζημιώσουν το συνολικό «ταμείο» με τον άγονο ανταγωνισμό για την ίδια εκλογική περιοχή. Οι θεμιτοί συμβιβασμοί που ενδεχομένως γίνουν σε ένα μετεκλογικό κυβερνητικό πρόγραμμα με βάση τον συσχετισμό δύναμης, αντίθετα, ενισχύουν την αξιοπιστία των συμμάχων.