Στις αρχές του 2000, φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, κατεβαίνω προς Λευκό Πύργο να πάρω λεωφορείο για να πάω σπίτι. Με σταματάει αστυνομικός χαμηλά στην Εθνικής Αμύνης, «δεν μπορείς να πας από εδώ είναι μπλοκαρισμένη η παραλία».
Πράγματι είχε κόσμο. Σημαίες πανηγύρια, συνθήματα για τη Μακεδονία και πάμπολλα ξυρισμένα κεφάλια. Μετά έμαθα ότι ήταν εκδήλωση μνήμης για τον Μεγαλέξανδρο. Η φασιστική υφή ξεκάθαρη, το έβλεπα εγώ που ήμουν εικοσάρης, δεν μπορεί να μην το έβλεπε κανένας άλλος… Αυτή ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι οι φασίστες δεν είναι καθόλου λίγοι.
Από το 2000 μέχρι το 2006 σχεδόν σε όλα τα τοπικά κανάλια της Βορείου Ελλάδος (προφανώς και της Νοτίου) μονίμως έπαιζαν εκπομπές υπερεθνικής θεματολογίας κάποιες από τις οποίες προφανώς υπάρχουν ακόμα. Λιακόπουλοι, Βελόπουλοι, Γεωργιάδης και διάφοροι άλλοι, εκμεταλλευόμενοι τα Ελληνοτουρκικά και το Μακεδονικό πουλούσαν πατρίδα, θρησκεία, ξενοφοβία, αρχαιολατρεία και ιστορικό αναθεωρητισμό, βιβλία που υποστήριζαν όσα έλεγαν. Παρουσιάζαν ανθρώπους σαν τον πατέρα Πλεύρη (πνευματικός πατέρας του ναζισμού στην Ελλάδα) ως διανοούμενους και τους έδιναν δημόσιο βήμα. Εύκολα βρίσκε στέγη στο ΛΑΟΣ κι από εκεί που τους κοροϊδεύαμε μπήκαν στη Βουλή.
Το 2007, στην πλατφόρμα της WordPress ανεβαίνει το blog της Χρυσής Αυγής. Με κύρια θεματολογία το Μακεδονικό και τα Ελληνοτουρκικά πολύ σύντομα αναρριχάται στην πρώτη θέση της αναγνωσιμότητας, κατασκευάζοντας και αναπαράγοντας hoaxes για επικείμενους πολέμους, εξωτερικές απειλές κ.λπ. Κάποιοι κάναμε reports και ζητούσαμε από την εταιρεία να κατεβάσει τη σελίδα τους, όχι επειδή διαφωνούσαμε με τις ιδεοληψίες τους, αλλά επειδή διέσπειραν ψευδείς ειδήσεις. Πολλοί τότε έλεγαν ότι δεν αξίζει να ασχολούμαστε γιατί η ΧΑ με το 0,005% δεν αποτελούσε απειλή. Τελικά το blog τους κατέβηκε μετά από απειλή κατά ζωής σε δημοσιογράφο.
Το 2008 έχοντας επιστρέψει στην Ελλάδα, στο τρένο κάπου μεταξύ Νερατζιώτισσας και Νέου Ηρακλείου πετυχαίνω δύο πιτσιρικάδες με φράντζες, γύρω στα 15. Ο ένας να κρατάει το Mein Kampf… Ο Αγών μου.
Δεκέμβρης του 2008, είναι και η πρώτη φορά που τα ΜΜΕ πήραν ξεκάθαρα θέση κατά της κοινωνίας, ή πιο σωστά επέλεξαν να χωρίσουν τους ανθρώπους σε «κοινωνία» και «μη κοινωνία», με βάση όχι τόσο την πολιτική τους τοποθέτηση, όσο κυρίως την ταξική τους. Την αυθόρμητη έκρηξη της κοινωνικής οργής, που ήταν αποτέλεσμα μιας ευρύτερης κοινωνικής κατάρρευσης, αντί να την αφουγκραστούν, επέλεξαν να την συμπιέσουν και να την κατατάξουν με στόχο να την τοποθετήσουν εκτός κοινωνικού πλαισίου. Σαν το ποτάμι ανθρώπων που βγήκαν στους δρόμους ερχόμενοι από κάπου αλλού, ως εχθρός και όχι ως μέλος του κοινωνικού σώματος. Όλο αυτό συνοδεύτηκε από μια έκρηξη ψευδών ειδήσεων στο διαδίκτυο και τη διάχυση ενός ακροδεξιού λόγου στα social media, που αν και προϋπήρχε ήταν καλά κρυμμένος.
Όλο αυτό το χρονικό διάστημα και ενώ το φαινόμενο γιγαντώνεται, ή έστω επανεμφανίζεται, φαίνεται ότι δεν ασχολείται σχεδόν κανείς, ούτε πολιτικά ούτε σε επίπεδο δημοσιογραφικής έρευνας. Θυμάμαι ότι αναζητώντας πηγές και πληροφορίες στο διαδίκτυο για την Χρυσή Αυγή μου έβγαζε μόνο δύο άρθρα της δημοσιογραφικής ομάδας Ιός της Κυριακής. Να σημειώσω ότι μιλάμε για μια περίοδο που είχε ήδη καταδικαστεί ο Ανδρουτσόπουλος για τον σοβαρότατο τραυματισμό του Κουσουρή σε επίθεση χρυσαυγών και σύμφωνα με τα τότε άρθρα του Ιού, τα οποία ήταν ήδη παλιά, υπήρχαν τουλάχιστον 100 παρόμοιες καταγεγραμμένες επιθέσεις σε φοιτητές και μετανάστες, ενδεχομένως και δολοφονίες.
Τα χρόνια που ακολούθησαν οι πολιτικές που ασκήθηκαν όχι μόνο δεν επιχείρησαν να κατευνάσουν την κοινωνική οργή και να στηρίξουν αυτό το κομμάτι της κοινωνίας που φυτοζωώντας ζητούσε ισότητα, δικαιοσύνη και κυρίως ελπίδα, αλλά ουσιαστικά το συμπίεσαν ακόμα περισσότερο με εξοντωτικά μέτρα και βίαιη αστυνομική καταστολή στους δρόμους.
Τα ΜΜΕ και η κυβερνητική ρητορική, ειδικά την περίοδο Σαμαρά, έχοντας μετατοπίσει την πολιτική ατζέντα ακόμα (ακρο)δεξιότερα, έθεσαν το κυνήγι του αντιεξουσιαστικού χώρου με κάθε μέσο ως προτεραιότητα. Μέχρι και δίκες με κατασκευασμένα στοιχεία είδαμε. Παράλληλα η Χρυσή Αυγή, απολαμβάνοντας μια ιδιότυπη ασυλία, είτε ως Χρυσή ευκαιρία είτε ως παρακρατική εφεδρεία ( ; ), γιγαντώθηκε υπόγεια, αναλαμβάνοντας συμπληρωματικά (από σχέδιο ή από ατύχημα;) τον βρώμικο ρόλο της «εκκαθάρισης» του δημοσίου χώρου.
Αν το καλοσκεφτούμε, αυτή η ιδέα της «εκκαθάρισης» του αστικού χώρου είναι το διαχρονικό σημείο εκκίνησης της ρητορικής της δεξιάς και της ακροδεξιάς εδώ και πάνω από 10 χρόνια (από το 2008). Από το ανατριχιαστικό «Οι ξιφολόγχες θα ακονίζονται στα πεζοδρόμια» του Μιχαλολιάκου, στο «να επανακαταλάβουμε τις πόλεις» του Σαμαρά, στο «θα καθαρίσω τα Εξάρχεια» του Μητσοτάκη. Όλα μοιάζουν να έχουν την ίδια αφετηρία, την αύξηση της πίεσης και το σπάσιμο της βαλβίδας το 2008.
Το 2011, το ΛΑΟΣ συμμετέχει στην Συγκυβέρνηση με ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και πρωθυπουργό Παπαδήμο. Τον Φεβρουάριο του 2012 αποχωρούν από το ΛΑΟΣ Άδωνης, Βορίδης και άμεσα προσχωρούν στην ΝΔ του Σαμαρά. Στις εκλογές του Μαΐου του 2012 το ΛΑΟΣ μένει εκτός βουλής και η Χρυσή Αυγή, που όλο αυτό το χρονικό διάστημα έχει επεκταθεί υπόγεια, εισπράττοντας μεγάλο μέρος από τα ποσοστά του, μπαίνει στη Βουλή. Όλοι προσποιούνται ότι δεν έχουν καταλάβει τι έχει γίνει. Κάπου εκεί εμφανίζεται και το εφεύρημα της θεωρίας των δύο άκρων και κάποιοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι αίτια της ανόδου των φασιστών δεν είναι η απουσία του κέντρου, ή πιο σωστά το καπέλωμά του από ακροδεξιούς. Γι΄αυτούς αιτία είναι η άνοδος της αριστεράς και η «ιδεολογική ηγεμονία της» όπως τονίζει και ο κ Βορίδης.
Ο Βορίδης που κάποτε διαγράφηκε από τη ΔΑΠ από τον Χατζηδάκη επειδή ήταν δηλωμένος φασίστας, είναι ένα καλό παράδειγμα για να δούμε το πώς η ακροδεξιά μεταμφιέζεται. Ο Βορίδης στα μέσα του ‘90 έλεγε ανοιχτά ότι ο μεγαλύτερος εχθρός του εθνικισμού είναι ο Φιλελευθερισμός (έχει μεταφράσει και σχετικό βιβλίο) και σήμερα μας συστήνεται ως φιλελεύθερος.
O Δημήτρης Κουσουρής
Μεταξύ αυτών που υιοθετούν την θεωρία των δύο άκρων ήταν και ο νυν Υπουργός Προστασίας του Πολίτης κος Χρυσοχοΐδης ο οποίος σε ραδιοφωνική εκπομπή εκείνης της περιόδου υιοθετεί την θεωρία των δύο άκρων, ότι δηλαδή για την άνοδο της Χρυσή Αυγή ευθύνεται ή άνοδος της «άκρας αριστεράς». Ο καθένας βέβαια έχει δικαίωμα να λέει ό,τι νομίζει, όμως ο κος Χρυσοχοΐδης ήταν υπουργός όταν η Χρυσή Αυγή με μπροστάρη τον Ανδρουτσόπουλο χτύπησε το Κουσουρή και γνώριζε από πρώτο χέρι την παράνομη δράση της ΧΑ.
Σήμερα δεν έχει πρόβλημα να είναι στην ίδια Κυβέρνηση με τον κο Βορίδη, ο οποίος διαδέχθηκε τον Νίκο Μιχαλολιάκο στην ηγεσία της Νεολαίας της ΕΠΕΝ, κόμματος το οποίο είχε ιδρύσει μέσα από τη φυλακή ο έγκλειστος επικεφαλής της Χούντας των Συνταγματαρχών, Γεώργιος Παπαδόπουλος.
Μ’ αυτά και με ‘κείνα καταλήγουμε στη δολοφονία Φύσσα το 2013. Ακολουθεί μετά από δέκα μέρες η σύλληψη μελών της Χρυσή Αυγή και η θεαματική έκθεσή τους στα ΜΜΕ κατά τη μεταφορά τους με χειροπέδες από τη ΓΑΔΑ στην Ευελπίδων. Η θεαματοποίηση όλου αυτού όχι μόνο δεν έχει αποτέλεσμα αλλά τους ηρωοποιεί και τα ποσοστά τους αντί να πέσουν διατηρούνται. Στις αμέσως επόμενες εκλογές, αυτές του Ιανουαρίου του ’15 η κατηγορούμενη για δολοφονία ΧΑ είναι 3ο κόμμα!
Και φτάνουμε στο Μακεδονικό, και στις Πρέσπες, όπου η κουβέντα αναλώθηκε στο αν το πλήθος ήταν υποκινούμενο ή καπελωμένο από την Χρυσή Αυγή ή όχι. Ελάχιστη σημασία είχε. Όπως ελάχιστη σημασία έχει και τώρα με το μεταναστευτικό ή επί Σύριζα όταν οι μεταναστευτικές ροές ήταν υπερπολλαπλάσιες. Είναι ξεκάθαρο πια ότι μια τεράστια μερίδα της Ελληνικής κοινωνίας έχει υποστεί μια τέτοια κατασκευή εδώ και 30 χρόνια που δεν χρειάζεται πια να είναι κανείς υποκινούμενος. Είναι κατασκευασμένος και αυτό αρκεί για να μπει μόνος του στη γραμμή, για να υιοθετήσει επικίνδυνα αφηγήματα και ιδεοληψίες και να φωνάξει φασιστικά συνθήματα.
Βεβαίως δεν έγιναν όλοι φασίστες και ενδεχομένως οφείλουμε να διαχωρίσουμε τις φασίζουσες από τις φασιστικές συμπεριφορές, τον εθνικιστή από τον πατριώτη, τον ρατσιστή από τον φοβισμένο από τα ΜΜΕ κ.λπ. Αλλά δεν μπορούμε να προσποιούμαστε άλλο ότι 30 χρόνια δεν βλέπαμε αυτή την κοινωνική κατασκευή, ότι δεν βλέπαμε την επιχείρηση κανονικοποίησης της, ότι δεν βλέπαμε την ΧΑ, ότι δεν βλέπαμε τον εκφοβισμό της κοινωνίας και την κανονικοποίηση του ρατσισμού από τα ΜΜΕ.
Και κυρίως ότι δεν βλέπουμε και τους άλλους φασίστες που σήμερα κρύβονται πίσω από τις γραβάτες. Από τη μία να επιχειρούν να καπηλευτούν όλο αυτό που συμβαίνει με τις αντιδράσεις για τους πρόσφυγες, το οποίο οι ίδιοι κατασκεύασαν και ταυτόχρονα να πρέπει να διαχειριστούν τους πρόσφυγες και τις μεταναστευτικές ροές, έχοντας στις τάξεις τους ανθρώπους όπως τον υιό Πλεύρη, ο οποίος έλεγε κάποτε ανοιχτά ότι πρέπει να έχουμε νεκρούς στα σύνορα (υπάρχει το βίντεο όποιος θέλει το βρίσκει), ή ο Βορίδης που προεκλογικά έλεγε στο κοινό των χειροκροτητών του, ότι επί Σύριζα στο μεταναστευτικό υπήρχε σχέδιο αφελληνισμού της χώρας από τους Σταλινομαδούρους (και αυτό το βίντεο υπάρχει).
Χρειάζεται κάτι άλλο για να καταλάβουμε τι έχει γίνει; Χρειάζεται να πάμε πιο πίσω; Στον Παπαδόπουλο; Τον Μεταξά; Τον εμφύλιο; Μάλλον όχι… Αρκούν τα τελευταία 20 χρόνια για να καταλάβουμε ότι ως κράτος αλλά και ως κοινωνία τον φασισμό όχι μόνο δεν τον καταδικάσαμε όταν γεννιόταν μαζί με τους μηχανισμούς που τον γέννησαν, αλλά τον εντάξαμε με ευκολία στην κοινωνική και πολιτειακή μας κανονικότητα.
Μάλιστα συχνά κάποιοι θεωρούν την ακροδεξιά και τον εθνικισμό όχι απλά ως κανονικότητα, αλλά ως πολιτισμική ταυτότητα. Δυστυχώς μόνο η αριστερά στο παρελθόν παρακολουθούσε και προειδοποιούσε για αυτό το φαινόμενο και για το που θα μπορούσε να καταλήξει και δυστυχώς καταλήγει ακριβώς εκεί…
Γιατί δεν άκουγε κανείς; Γιατί σύμφωνα με την ελληνική αστική μυθολογία όταν κάποιοι τα λέμε είμαστε είτε οι γραφικοί είτε οι κακοί αριστεροί που απεχθανόμαστε την πατρίδα ή που κινδυνολογούμε. Έτσι καταλήγουμε να τα λέμε μόνοι μας και μεταξύ μας. Αυτό είναι ένα θλιβερό παράσημο για την αριστερά, γιατί καταδεικνύει την απουσία δημοκρατικής συνείδησης στους υπόλοιπους πολιτικούς χώρους… ή ενδεχομένως την αδιαφορία τους για την ιστορία.
Η αλήθεια είναι ότι το φαινόμενο του φασισμού στην Ελλάδα, δεν είναι καινοφανές. Φυσικά υπάρχει και αλλού στον κόσμο ακροδεξιά και εθνικισμός. Η διαφορά όμως είναι ότι αλλού δεν είναι επίσημο κρατικό αφήγημα, δεν είναι ίδιος ο εναγκαλισμός κράτους και ακροδεξιού παρακράτους όπως είναι στην Ελλάδα. Δεν είναι ίδια η διείσδυση της ακροδεξιάς στα σώματα ασφαλείας εδώ και στην Ευρώπη… Δεν είναι ίδια η διείσδυση της ακροδεξιάς στην εκπαίδευση μέσα από τα εθνικά αφηγήματα και τα «αδικαίωτα» εδώ και αλλού. Δεν είναι ίδια η σχέση κράτους – εκκλησίας αλλού, δεν είναι ίδια η προστασία της ακροδεξιάς από την δικαιοσύνη αλλού… κ.λπ. κ.λπ. κ.λπ.
Ο λόγος που υπάρχουν όοοολες αυτές οι διαφορές είναι γιατί στην Ελλάδα υπάρχει μια ιστορικά συνεχής σχέση κράτους, κεφαλαίου και ακροδεξιάς που δεν υπάρχει αλλού. Ξεκινάει από τον Μεταξά, συνεχίζεται με τους Γερμανούς και τον εμφύλιο, περνάει στην Χούντα και φτάνει μέχρι σήμερα.
Δυστυχώς αυτό είναι κάτι που ξεχάσαμε, που η κοινωνία το ξέχασε. Γιατί για κάποια χρόνια ήταν πολύ απασχολημένη να ασχολείται με το πώς θα κάνει λεφτά και καριέρες για να αναρωτηθεί αν αυτός που βαράει παλαμάκια στους ντοπαρισμένους με εισαγόμενο από την Κίνα ελληνικό DNA αθλητές μας, ντοπάρεται και ο ίδιος. Ή αν η γιαγιά του που μιλούσε Βουλγάρικα ήταν Βουλγάρα, ή αν το επίθετο που κληρονόμησε του επιτρέπει να λογίζει τον εαυτό τους ως άμεσο απόγονο του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, ή αν μια τέτοια πεποίθηση θα άξιζε χλευασμό από τον Αριστοφάνη.
Γι’ αυτό και ενώ παντού είναι πολύ εύκολο να κατασκευάσεις φασίστες, στην Ελλάδα είναι πιο εύκολο. Γιατί στην Ελλάδα ο μηχανισμός που τους κατασκευάζει είναι κυρίαρχος, ιδρυματοποιημένος, δημιουργεί και διαδίδει τα εθνικά αφηγήματα, είναι δομικό στοιχείο του κράτους. Έχει εξουσία, συχνά είναι κρατικά χρηματοδοτούμενος και δεν τον αγγίζει κανείς.
Και το πιο τραγικό δεν είναι ότι κανείς μη αριστερός με αφορμή το μεταναστευτικό δεν τολμάει να το καταγγείλει δημόσια, έστω χωρίς να το ονομάζει φασισμό, αλλά μισανθρωπισμό. Ούτε είναι ότι όλοι όσοι μπορούν να το καταγγείλουν έχουν καταλήξει να σχετίζονται με αυτό, αν δεν είναι οι ίδιοι μέρος του. Το πιο τραγικό είναι ότι όλο αυτό είναι πια τόσο δεδομένο που πολλοί άνθρωποι που το βλέπουν και το λένε με το όνομα του, στη δημόσια σφαίρα και στις κοινωνικές τους συναναστροφές, σιωπούν γιατί αισθάνονται ότι δεν μπορούν να το αλλάξουν.
Σήμερα είναι υποχρέωσή μας και πρωτεύουσα ανάγκη να υψώσουμε «δημοκρατικά τείχη». Αφήνοντας στην άκρη τις λεπτεπίλεπτες και ντελικάτες πολιτικές ενστάνσεις μας. Και ακόμα μεγαλύτερη υποχρέωσή μας είναι να μην ξεχάσουμε πώς η ίδια η δημοκρατία μάς οδήγησε σε όλο αυτό. Κάτι που σημαίνει διαρκή επαγρύπνηση.