Είναι λίγο άχαρο (άσε που αγγίζει τα όρια της περιαυτολογίας με όσους κινδύνους συνεπάγεται κάτι τέτοιο), να υπενθυμίζεις κάτι που έχεις γράψει πολλές φορές και που έχει βεβαιωθεί από τα γεγονότα. Θα διαπράξω όμως το… αδίκημα επειδή έχω την πεποίθηση πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης αρχίζει να υπερβαίνει (και μαζί μ’ αυτόν ολόκληρη η κυβερνώσα Δεξιά, που δεν περιλαμβάνει μόνο τη ΝΔ), επικίνδυνα τους όρους και τα όρια, καθώς και τις αρμοδιότητες του ρόλου του, δηλαδή του επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας. Ενός ρόλου βέβαια που σαφώς περιγράφεται από το Σύνταγμα και τους νόμους, γεγονός το οποίο όλο και λιγότερο είμαι βέβαιος πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης συναισθάνεται. Αυτό όμως (η απουσία συναίσθησης όρων και ορίων εκ μέρους του Πρωθυπουργού), συνιστά επικινδυνότητα –πρωτογενώς και δευτερογενώς– για το Πολίτευμα.
Να εξηγηθώ: έχω υποστηρίξει πολλές φορές ότι η ακραία αντιπολίτευση της ΝΔ στη λεγόμενη «πρώτη φορά Αριστερά» δεν βασίστηκε στην προγραμματική ευκρίνεια των επαγγελιών της, αλλά στην υπερβολική παραγωγή συναισθηματικού θορύβου, βασίστηκε, κυρίως, σε συναισθηματική συσκότιση της πολιτικής διατυμπανίζοντας εκκωφαντικά κούφες υποσχέσεις, προτροπάδην εξοβελισμούς παρείσακτων, ασύστολη τυμβωρυχία, φοβική εχθροξενία, αδιάβροχη αισιοδοξία και προπαντός πολυτελή νεκρότητα αποκήδευσης στα όσα έγιναν σ’ αυτό τον τόπο έτη και έτη κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Έχω επίσης υποστηρίξει πολλές φορές ότι ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, αλλά τα μέσα είναι εκείνα που δείχνουν την ποιότητα του σκοπού. Φυσικά ο σκοπός δεν ήταν η νίκη στις εκλογές, αυτός ήταν ο στόχος. Τον σκοπό τον βλέπουμε να αναπτύσσεται καθημερινά επί έξη μήνες και καθημερινά αποκαλύπτεται η αθλιότητα του περιεχομένου του. Η διαλεκτική σχέση (με παλαιοκομματική στειρότητα) μεταξύ μορφής και περιεχομένου.
Καλά –τέλος πάντων– έως εδώ. Ωστόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν μοιάζει να συναισθάνεται ότι πέρασε σε άλλη πίστα. Ότι είναι Πρωθυπουργός και πρέπει να παράγει πολιτική. Ότι, καλύτερα, παράγει πολιτική με ό,τι λέει, ό,τι κάνει, με ό,τι ακόμη προσποιείται ότι κάνει. Δεν είναι παιχνίδι. Ακόμη και η επικοινωνία είναι πολιτική. Και είναι άγρια –καθώς τα οικονομικά συμφραζόμενα αφηνιάζουν– πολιτική γιατί περιορίζει την πολιτική στην επικοινωνία. Δηλαδή στην κατάργηση του υποκειμένου από το αντικείμενο. Όταν το φερόμενο (η επικοινωνία) καταργεί το φέρον (την πολιτική), αυτό λέγεται καταστροφή. Γιατί καταστρέφει το εδραίο έδαφος της δημοκρατίας.
Αυτό ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν το συναισθάνεται. Γι’ αυτό εντελώς ανεύθυνα (αποποιούμενος των ευθυνών του ρόλου του) προχώρησε σε νομικό προσδιορισμό αδικήματος, δημοσίως. Ως πρωθυπουργός. Σε τηλεοπτική συνέντευξη (Alpha). Εξέφρασε συναισθηματική αφροσύνη (εδώ δεν ενδιαφέρει η απεύθυνση) καφενείου, αντί της πολιτικής επίγνωσης όρων και ορίων. Όταν η Δικαστική εξουσία χαρακτηρίζει ένα αδίκημα, πλημμέλημα, «σύμφωνα με το προσκομιζόμενο αποδεικτικό υλικό και τα στοιχεία που υπάρχουν στην δικογραφία» όπως λέει η ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, δεν μπορεί ο Πρωθυπουργός για αυτό το ίδιο αδίκημα να δηλώνει δημοσίως «βεβαίως και είναι κακούργημα». Γνωρίζει την νομική έννοια του κακουργήματος; Πως τεκμηριώνει τη σχέση (νομικά) μεταξύ πράξης και νομικού προσδιορισμού; Πως είναι δυνατόν να λέει –χωρίς συνέπειες– ότι εκφράζει «προσωπική άποψη». Άποψη; Ο Πρωθυπουργός; Επιστημονική άποψη; Για επιστήμη που δεν γνωρίζει; Αλλά και ως το κορυφαίο πολιτικό πρόσωπο της χώρας, πως εκφράζεται «με όρους συναισθηματικούς και άρα αντιεπιστημονικούς» – όπως επισημαίνει η ΕΔΕ για τους παρείσακτους στην Δικαστική διερεύνηση – χωρίς επίγνωση της βλάβης που προκαλεί. Ας μην διαλάθει της προσοχής μας, ότι οι χωροφύλακες έφτασαν μέχρι τον Άρειο Πάγο για το ίδιο γεγονός, υπερβαίνοντας με τη σειρά τους (και με αυτό τον τρόπο) τα δημοκρατικά εσκαμμένα των γνώσεων, των αρμοδιοτήτων και των ορίων τους.
Για να το πω καθαρά: Είναι αδιανόητη για Πρωθυπουργό η νομική απόφανση αδικήματος. Είναι ασεβής, προκλητική και τολμώ να προσθέσω ότι υπέχει φασιστικό υπόβαθρο, αφού στον φασισμό δεν υπάρχει διάκριση εξουσιών. Όσα Χάρβαρντ κι αν τελειώσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο φασισμός παραμένει φασισμός, ο Ζαν Ζακ Ρουσώ παραμένει Ζαν Ζακ Ρουσώ και ο Μοντεσκιέ, Μοντεσκιέ.
Δυστυχώς, απ’ ότι φαίνεται, θα χρειαστεί να επανέλθω. Μακάρι να διαψευστώ.