ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Απόψεις Δεύτερο Θέμα

Όσα δεν είπε ο Τσακαλώτος

 

Ευτυχώς, τα χειρότερα αποφεύχθηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ και επικράτησε τελικά η κοινή λογική. Όπως κατακαθίζει όμως η σκόνη που σήκωσε ο καυγάς, μια συμπαθητική φιγούρα αρχίζει να διακρίνεται στο δωμάτιο. Είν’ ο ελέφαντας που κατοικεί μόνιμα εκεί εδώ κι έναν χρόνο: ενώ η κυβέρνηση καρκινοβατεί κι η Covid-19 θερίζει, ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία δεν φαίνεται να κερδίζει επιρροή και φίλους.

Δεν είναι μόνο οι δημοσκοπήσεις ή  όσα ακούμε στους μαζικούς χώρους και στο άμεσο περιβάλλον μας. Υπάρχει και το άτυπο πολιτικό βαρόμετρο που λέγεται ΚΙΝ.ΑΛ. Ο καιροσκοπισμός που χαρακτηρίζει το ΚΙΝ.ΑΛ το αναγορεύει σε ευαίσθητο δείκτη ζυμώσεων και μετακινήσεων που υπολανθάνουν. Αν υπήρχε η παραμικρή μεταστροφή στο εκλογικό σώμα κι η πλάστιγγα είχε αρχίσει να γέρνει προς τον ΣΥΡΙΖΑ, θα βλέπαμε αποστάσεις του ΚΙΝ.ΑΛ. από την ΝΔ. Δυστυχώς, συμβαίνει κάτι άλλο. Η σταθεροποίηση μιας σημαντικής διαφοράς ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία δημιουργεί ελπίδες εισροών στο ΚΙΝ.ΑΛ. απ’ τα αριστερά. Η Φώφη Γεννηματά επιδιώκει μια οριακή ενίσχυσή του κόμματός της στις επόμενες εκλογές, για να γίνει το ΚΙΝ.ΑΛ. χρήσιμο συμπλήρωμα της ΝΔ και να συγκυβερνήσει. Είναι το μοντέλο του «ενός και κάτι κόμματος», που κυριάρχησε στη Γερμανία με τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Φιλελεύθερους για πολλά χρόνια.

Στην περίοδο 2012-2014 ο ΣΥΡΙΖΑ διέθετε τρία σοβαρά πλεονεκτήματα. Δεν ήταν μόνο η χρεωκοπία του παλαιού πολιτικού συστήματος. Ήταν επίσης η εξαιρετικά απλή και συγκεκριμένη πλατφόρμα της κατάργησης των μνημονίων και η δυνατότητα κυβερνητικών συνεργασιών. Στις εκλογές του φθινοπώρου του 2015 υπήρχε ένα εξ ίσου σαφές αφήγημα: μπορεί να χάθηκε η πρώτη μάχη λόγω συντριπτικών συσχετισμών, είπε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν χάθηκε ο πόλεμος της εξόδου από τα μνημόνια, με ένα «παράλληλο πρόγραμμα» και «αντίβαρα», που θα αποτρέψουν τη σύνθλιψη της κοινωνίας. Το σχέδιο αυτό όχι μόνο έπεισε τον κόσμο, αλλά και σε μεγάλο βαθμό υλοποιήθηκε. Βγήκαμε απ’ το τρίτο μνημόνιο όρθιοι. Οι πολύ φτωχοί στηρίχτηκαν· η ανεργία μειώθηκε· το Κράτος Προνοίας όχι μόνο δεν κατέρρευσε, αλλά και βελτιώθηκε σε πολλά σημεία· τα δικαιώματα διευρύνθηκαν· οι ελευθερίες προστατεύτηκαν ως κόρη οφθαλμού. Έγιναν μάλιστα και μερικά ιστορικής σημασίας πράγματα, όπως η συμφωνία των Πρεσπών.

Αυτά όμως ήταν ήδη περασμένα-ξεχασμένα στις εκλογές του 2019. Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αποδίδει την ήττα στην αφαίμαξη των μεσοστρωμάτων. Σφάλλει όμως. Η ήττα οφείλεται σε μια ποικιλία λόγων, από την οργή των μικρομεσαίων έως το άγος του Καμμένου, την άτσαλη επικοινωνιακή διαχείριση της τραγωδίας στο Μάτι και τα κορυφαία λάθη στο θέμα των τηλεοπτικών αδειών και της ΕΡΤ. Όλα αυτά συνέτειναν στην απώλεια στήριξης του 2019. Κάποιος θα έπρεπε να είχε προειδοποιήσει τον Αλέξη Τσίπρα: «Είπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά, ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν, απέσβετο και λάλον ὕδωρ» -με έμφαση στο τελευταίο.

Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είχε φροντίσει να δημιουργηθεί ένα απόθεμα πολλών δις. Προφανώς, το πρωτεύον για τον υπουργό ήταν να αποτρέψει την παλινδρόμηση στα μνημόνια, που θα μπορούσε εύκολα να συμβεί αν η πιστοληπτική ικανότητα και αξιοπιστία της χώρας κατρακυλούσαν ξανά. Έχοντας εξασφαλίσει τα νώτα του, ο ΣΥΡΙΖΑ επένδυσε μετά στην προοπτική της «δίκαιης ανάπτυξης», δηλαδή της αύξησης του παραγόμενου πλούτου με παράλληλη αναδιανομή υπέρ των μη προνομιούχων. Αυτό δεν ήταν καθόλου λάθος. Έλειπε όμως ένα βασικό στοιχείο για να γίνει η πρότασή του αντιληπτή και να πείσει: ο ορατός σύνδεσμος ανάμεσα στην οικονομική σταθερότητα, το αναπτυξιακό σχέδιο και τα προσδοκώμενα οφέλη της κοινωνίας.

Δεν είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επιχείρησε να κάνει τομές και να δείξει πιο καθαρά τις προθέσεις του. Είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν δεν έγιναν έγκαιρα και δεν ήταν όσο εμβληματικές χρειαζόταν για να δημιουργηθεί ένα κλίμα -και ένα κίνημα- υπέρ της ανάκαμψης και της ανασυγκρότησης. Ελλείψει αυτών των στοιχείων, δεν δημιουργήθηκε δυναμική. Κι όταν απουσιάζει η προωθητική δυναμική, βαραίνουν αναπόφευκτα τα αρνητικά και μεγαλοποιούνται οι αστοχίες και τα λάθη. Για παράδειγμα, το πολιτικό κόστος από την τραγωδία στο Μάτι θα ήταν πολύ μικρότερο, αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ξεδιπλώσει νωρίτερα, όπως όφειλε και μπορούσε να κάνει, μια εκστρατεία για την αυθαίρετη δόμηση, σε συνδυασμό με τη ριζική αναμόρφωση των μηχανισμών πολιτικής προστασίας. Αλλά για να συμβεί κάτι τέτοιο θα έπρεπε να έχει εφευρεθεί ο «σύγχρονος Τρίτσης» κι ο «αριστερός Συνολάκης». Θα έπρεπε να έχει γίνει σοβαρή προεργασία και επεξεργασία εις βάθος από τα αρμόδια Υπουργεία και την Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση. Όχι στο παρά πέντε, αλλά απ’ την αρχή. 

Άλλο παράδειγμα. Αν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε βάλει στα σκαριά ένα «σχέδιο Μανχάταν» για την Παιδεία, αν δηλαδή ένα μέρος του κουμπαρά είχε  χρησιμοποιηθεί ως πυρήνας για να γίνει μόχλευση πόρων από διάφορες πηγές και να δημιουργηθούν νέες και νέου τύπου εκπαιδευτικές/ερευνητικές υποδομές -συν θέσεις εργασίας- τα οφέλη θα ήταν πολλαπλά. Πρώτα απ’ όλα, η προοπτική της «δίκαιης ανάπτυξης» θα γινόταν πολύ πιο πιστευτή, αφού η προπαρασκευαστική φάση του σχεδίου θα πατούσε πια σε στέρεες βάσεις. Εκ δευτέρου, μια τέτοια «θρασεία» πολιτική κίνηση πριν καλά-καλά λήξει το τρίτο μνημόνιο, ιδιαίτερα αν είχε συνδυαστεί με τη ριζική αναμόρφωση της Δημόσιας Διοίκησης, θα δημιουργούσε ένα κλίμα εμπιστοσύνης και νέων προσδοκιών στην κοινωνία. Κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει τον ΣΥΡΙΖΑ για παροχολογία και προεκλογικό λαϊκισμό. Κι αν αυτό δεν απέδιδε το 2019, σίγουρα θα απέδιδε την επόμενη φορά που θα πηγαίναμε στις κάλπες.

Επί του προκειμένου τώρα. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι ένα πολιτικό στέλεχος με πολλά προσόντα. Διαθέτει γαϊδουρινή υπομονή, μόρφωση, χιούμορ, ανιδιοτέλεια, σοβαρότητα και μια νοοτροπία ευπατρίδη -που δεν είναι άσχετη με την αστική του καταγωγή. Ιδανικότερος συνδυασμός είναι δύσκολο να βρεθεί στο πρόσωπο ενός σύγχρονου πολιτικού. Το περίεργο είναι ότι ένα στέλεχος αυτού του διαμετρήματος δεν είπε και δεν λέει ακόμα και τώρα αυτό που κυρίως ή μόνο εκείνος μπορεί να πει: ότι οι τολμηρές -έως ριψοκίνδυνες- επενδύσεις στην Παιδεία, την Υγεία, τον Πολιτισμό, το Περιβάλλον, μαζί με τον εκσυγχρονισμό της Δημόσιας Διοίκησης, είναι οι βασικές προϋποθέσεις για την υλοποίηση οποιουδήποτε αναπτυξιακού σχεδίου και ο πιο σίγουρος τρόπος για να δημιουργήσει η Αριστερά ένα ευρύ κοινωνικό μέτωπο που θα της επιτρέψει να κυβερνήσει ξανά. Παρά τα όσα ισχυρίζονται ορισμένοι, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κινδυνεύει από τους ΠΑΣΟΚους που ενσωμάτωσε -ούτε κατά κεραίαν. Κινδυνεύει από την κοινοτοπία του πολιτικού του λόγου. (Παρεμπιπτόντως, θα ψηφίσει άραγε η αξιωματική αντιπολίτευση τα εξοπλιστικά;)

Καλές λοιπόν οι διορθωτικές παρεμβάσεις στην κομματική κουλτούρα του ΣΥΡΙΖΑ· αξιοθαύμαστη η ταπεινοφροσύνη, η αναλυτική οξυδέρκεια και η εργατικότητά του Τσακαλώτου· αλλά ο ρόλος του είναι να προκαλεί «ρήξεις» στο προγραμματικό επίπεδο, ώσπου ο πολιτικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ ν’ αγγίξει την άλω των οραματικών του στόχων -όχι τριβές στα σημεία. Επειδή όσοι έχουν μια κάποια ηλικία καταλαβαίνουν αλλιώς τα ρητά και τα άρρητα, ας το θέσω και κάπως διαφορετικά: η λογική του τύπου «από ‘δω και μπρος, η δουλειά μου κι η δουλειά σου» δεν αρμόζει στο πολιτικό ανάστημα και την ευθύνη που έχει αναλάβει ο Τσακαλώτος απέναντι στο εσωτερικό και το εξωτερικό του ακροατήριο.

Ο σεβασμός κι η εμπιστοσύνη με την οποία περιβάλλουν οι πολίτες ένα πολιτικό πρόσωπο πάνε μαζί με την αυστηρή κριτική και τις διαρκώς μεγαλύτερες απαιτήσεις για πρωτότυπη και παραγωγική δουλειά. Τα υπόλοιπα δεν είναι πραγματική εκτίμηση στο πρόσωπο και το σχήμα, αλλά συμπλεγματικά ή ανθυγιεινά πράγματα, όπως οπαδισμός, εικονολατρία ή κρυφές ιδιοτέλειες, που δεν έχουν απολύτως κανένα πολιτικό ή ηθικό αντίκρισμα.