ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Απόψεις

Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη στην Αθήνα, 1880-1925

noikokiraioi

«Οι Νοικοκυραίοι» του Νίκου Ποταμιάνου (δρ νεότερης και σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης), που κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης είναι ένα από τα σημαντικά ιστορικά βιβλία των τελευταίων χρόνων. Πρώτον, επειδή ο συγγραφέας μελετάει τη συγκρότηση, τους όρους ύπαρξης, τις αλλαγές, τους πολιτικούς και πολιτισμικούς ορίζοντες μιας τάξης με κομβική σημασία για την ελληνική κοινωνία του 20ού αιώνα: των μικροαστών. Ταυτόχρονα, επειδή, κατά τη μελέτη επεξεργάζεται, σε διαρκή διάλογο με τη διεθνή βιβλιογραφία και πηγές του, τα θεωρητικά του εργαλεία: την έννοια της τάξης, πρωτίστως. Τέλος, επειδή μας δείχνει πώς μια καλή διδακτορική διατριβή μπορεί να μετατραπεί σε ένα εξίσου καλό και ωραίο βιβλίο.

Στρ. Μπ.

Aρχίζω από τα ονόματα. Το βιβλίο επιγράφεται «Οι νοικοκυραίοι», ενώ ταυτόχρονα επιλέγεις τον όρο «μικροαστοί» και όχι «μεσαία στρώματα/τάξεις». Θα ήθελα να μας εξηγήσεις το γιατί αυτής της επιλογής, να μας μιλήσεις για αυτούς τους τρεις όρους.

Ο όρος «μικροαστός» έχει συσσωρεύσει πολλές υποτιμητικές χρήσεις, ήδη από την πρώτη εμφάνιση της έννοιας του petit bourgeois στη Γαλλία του 19ου αιώνα. Η μίμηση των φερσιμάτων των αστών εκ των πραγμάτων οδηγούσε σε παραφθορές, οι οποίες γίνονταν αντικείμενο χλεύης. Στην αριστερή παράδοση ο μικροαστός αποτέλεσε την αρνητική εικόνα ενός ιδεατού προλετάριου: με περιορισμένο ορίζοντα ριζοσπαστισμού, που προκρίνει την ατομική κοινωνική άνοδο και όχι τη συλλογική δράση κλπ. Η επικρατούσα σήμερα εκδοχή συνδέεται με έναν «πολιτισμικό μοντερνισμό» στον οποίο ο μικροαστισμός έχει αναδειχθεί σε συνώνυμο του κομφορμισμού, της συμβατικότητας και του συντηρητισμού στις συμπεριφορές και την ηθική.

Παρ’ όλ’ αυτά, προτίμησα να κάνω λόγο για «παραδοσιακή» (και «νέα») «μικροαστική τάξη», ακολουθώντας τη σχετική διάκριση του Πουλαντζά, παρά για «μεσαία τάξη». Η «μεσαία τάξη» έχει κι αυτή επενδυθεί με ποικίλα νοήματα, και φέρει ισοδύναμο, αν όχι μεγαλύτερο, πολιτικό και ιδεολογικό φορτίο: δείτε, για ένα εγχώριο παράδειγμα, τον ορισμό της μεσαίας τάξης από τον Αρίστο Δοξιάδη (Το αόρατο ρήγμα). Επιπλέον, χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ασάφεια: η έννοια της μεσότητας δεν έχει συνδεθεί με την ίδια κοινωνική κατηγορία σε κάθε χώρα. Στην Αγγλία, θυμίζω, middle class είναι η αστική τάξη, στη Γερμανία Mittelstandt είναι η παραδοσιακή μικροαστική τάξη, ενώ στη Γαλλία και το Βέλγιο το σημαινόμενο των «classes moyennes» υπήρξε αρκετά ευμετάβλητο.

Αναζητώντας τους όρους που χρησιμοποιούνταν στα 1900 για την περιγραφή των κοινωνικών ιεραρχιών και ομάδων, διαπίστωσα ότι η «μεσαία τάξη» εμφανιζόταν βασικά σε λόγια περιβάλλοντα λόγου. Φαίνεται ότι από το ρεπερτόριο της λαϊκής κουλτούρας απουσίαζε η έννοια του «μεσαίου», και κυριαρχούσαν δίπολα όπως κοσμάκης-μεγαλουσιάνοι, φτωχολογιά-αφεντάδες κλπ. Υπήρχε, ωστόσο, ένα ιθαγενές λαϊκό αντίστοιχο της «μεσαίας τάξης», όσον αφορά τόσο τη βαθμίδα στην κοινωνική κλίμακα με την οποία συνδεόταν όσο και ορισμένες από τις ιδιότητες που της αποδίδονταν: οι «νοικοκυραίοι». Ετυμολογικά επρόκειτο για τους «επικεφαλής του οίκου» άντρες ώριμης ηλικίας, ο όρος όμως απέκτησε τις συνδηλώσεις του εύπορου με κάποιου περιουσία. Κυρίαρχα χαρακτηριστικά του όρου «νοικοκυραίος» ήταν αφενός η σύνδεση με την ιδιοκτησία, αφετέρου η ιδιότητα της συντηρητικότητας που συναρτώνταν με την ιδιοκτησία με διάφορους τρόπους: σύνεση, απέχθεια φιλήσυχων ανθρώπων για τις ταραχές και τις ανατροπές, αντιλήψεις για την ηθική κλπ. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα οι «νοικοκυραίοι» έπαψαν να αναφέρονται και στους αστούς, και συνδέθηκαν πιο ξεκάθαρα με κοινωνικές βαθμίδες ταπεινότερες μεν αλλά καλοστεκούμενες — ενώ βέβαια ενισχύθηκε η συσχέτιση με τη συντηρητικότητα.

Ποιες επαγγελματικές ή άλλες επιμέρους ομάδες απαρτίζουν τους έλληνες μικροαστούς την περίοδο που μελετάς, 1880-1925;

Εστίασα στην «παραδοσιακή μικροαστική τάξη», δηλαδή στους «επαγγελματίες» (μαγαζάτορες και βιοτέχνες). Σ’ αυτούς μπορούμε να προσθέσουμε μεσαίες και υψηλές βαθμίδες της μισθωτής διανοητικής εργασίας, ένα μέρος των ελευθέρων επαγγελματιών (επιστημονικά επαγγέλματα), καθώς και τους μικροεισοδηματίες ιδιοκτήτες ακινήτων κλπ.

Μελετάς λοιπόν τις μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις.

Προσπάθησα να εξετάσω τους οικονομικούς όρους λειτουργίας των μικρών μονάδων στο λιανικό εμπόριο, τις υπηρεσίες και τη βιοτεχνία, όσο βέβαια το επιτρέπει η έλλειψη σχετικών αρχείων. Σε γενικές γραμμές καταγράφεται υψηλή αστάθεια και το ανοιγοκλείσιμο βραχύβιων μικροεπιχειρήσεων, με την τακτική μετακίνηση πολλών ιδιοκτητών τους ανάμεσα στη μισθωτή εργασία και την αυτοαπασχόληση. Εμφανίζεται όμως και ένα στρώμα σταθερών καταστηματαρχών, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια εποχή με πολύ πιο ασταθείς εργασιακές σχέσεις απ’ αυτές που επικράτησαν στη συνέχεια του 20ού αιώνα: ήδη το να ανοίγεις μαγαζί είναι χαρακτηριστικό σταθερότητας.

Βασικό χαρακτηριστικό της μικροεπιχείρησης ήταν η περιορισμένη προσφυγή στη μισθωτή εργασία και η αξιοποίηση κατά το δυνατόν της (φτηνής και ελαστικής) εργασίας των αρσενικών και θηλυκών μελών της οικογένειας. Οι δυνατότητες συσσώρευσης κεφαλαίου ήταν μικρές, οι επαγγελματίες εξαρτιόνταν από τους χονδρέμπορους και τους προμηθευτές, και δεν είχαν πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό. Παρ’ όλ’ αυτά δεν αποτελούσαν τον τελευταίο κρίκο της πιστωτικής αλυσίδας: η πρακτική του βερεσέ, μ’ όλα τα προβλήματα που τους δημιουργούσε, τους έδινε εξουσία στη λαϊκή γειτονιά.

Στην εισαγωγή μιλάς για «βεβαιότητες και παγιωμένες αντιλήψεις», που συνδέουν μια σειρά δεινά (την κυριαρχία των πελατειακών σχέσεων, το υπερτροφικό κράτος-εργοδότη, τον λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ) με την κυριαρχία του μικροαστισμού στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Κατά πόσον και πώς, μέσα από τη μελέτη σου, κλονίζονται ή τροποποιούνται τέτοιες –ευρέως διαδεδομένες– αντιλήψεις;

Η αλήθεια είναι ότι προτίμησα να μη διαλεχθώ άμεσα με αυτά τα μεγάλα σχήματα (του Τσουκαλά, του Ελεφάντη κλπ.), αλλά να επικεντρωθώ στην κοινωνική ιστορία μιας κοινωνικής κατηγορίας για την οποία πολύς λόγος έχει γίνει, αλλά στην πραγματικότητα λίγα πράγματα ξέρουμε. Σαφώς υπάρχει μια ιδιαίτερη βαρύτητα της μικροϊδιοκτησίας στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Καλούμαστε να την ερμηνεύσουμε, καθώς και να αξιοποιήσουμε αυτό το δεδομένο για να ερμηνεύσουμε άλλα φαινόμενα. Δεν πρέπει όμως να της δίνουμε μεγαλύτερες διαστάσεις απ’ όσες έχει: μερικές φορές καταλήγουμε στην εικόνα ενός γενικευμένου μικροαστισμού της ελληνικής κοινωνίας (με όλο το πολιτικό και ηθικό φορτίο που περιέγραψα πριν), κι αυτό είναι λάθος.

Σανδαλοποιεία στην οδό Αθηνάς, 1920. Φωτογραφία του Φρεντ Μπουασονά
Σανδαλοποιεία στην οδό Αθηνάς, 1920. Φωτογραφία του Φρεντ Μπουασονά

Από κει και πέρα, πρέπει να εξετάσουμε κριτικά τα συγκεκριμένα ερμηνευτικά σχήματα που έχουν διατυπωθεί: για παράδειγμα, η εμβέλεια των πελατειακών σχέσεων ως ερμηνευτικού κλειδιού της νεοελληνικής πολιτικής ιστορίας είναι μικρή· η διόγκωση της δημοσιοϋπαλληλίας είναι φαινόμενο εντοπισμένο σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους, και όχι διαχρονικό χαρακτηριστικό του ελληνικού κράτους . ο λαϊκισμός δεν συνδέεται απαραίτητα με τον μικροαστισμό, ενώ η κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980 βασίστηκε σε κοινωνικές συμμαχίες των οποίων το κύριο χαρακτηριστικό μπορεί να μην ήταν η αναβαθμισμένη παρουσία των μικροαστών εντός του ηγεμονικού μπλοκ.

Έπειτα από αρκετό προβληματισμό και συζήτηση, τελικά, δεν αρνείσαι τον χαρακτηρισμό της «τάξης» για τους μικροαστούς, αλλά ενσωματώνεις στον ορισμό της τις εγγενείς αντιφάσεις συγκρότησής της, καθώς και την ανοιχτή έκβαση της ακριβούς της θέσης ως προς τις σχέσεις εκμετάλλευσης.

Θεωρώ ότι η κοινωνική τάξη είναι μια έννοια όχι απλώς χρήσιμη αλλά και αναγκαία για να σκεφτούμε τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Το βιβλίο μου αποτελεί, πιστεύω, και ένα διάβημα για την επαναφορά της τάξης στην επιστημονική συζήτηση, αλλά και ως κοινόχρηστο εργαλείο σ’ έναν πιο καθημερινό λόγο. Εφόσον όμως επιλέγει κανείς ως βάση της ανάλυσής του τη μαρξιστική θεωρητική παράδοση, υπάρχουν ορισμένες εγγενείς δυσκολίες στο να προσδιορίσει την παραδοσιακή μικροαστική τάξη. Η θέση της όσον αφορά τις σχέσεις εκμετάλλευσης αποτελεί βασικό κριτήριο — αλλά και προβληματικό σημείο εφόσον δεν επιλεγεί η φόρμουλα της σύνδεσης των μικροαστών με την «απλή εμπορευματική παραγωγή».

Έχουν προταθεί διάφορες λύσεις στο πρόβλημα: ακολουθώ αυτήν που επιμένει στην ύπαρξη των δύο πόλων του καπιταλισμού, κεφαλαίου και εργασίας, στο εσωτερικό της μικροαστικής τάξης — με όλες τις αντιφάσεις που αυτό συνεπάγεται. Μ’ αυτή την έννοια, η θέση των φορέων της συγκεκριμένης ταξικής θέσης σε σχέση με τις σχέσεις εκμετάλλευσης δεν είναι πάγια και χαρακτηρίζεται από μια ποικιλία καταστάσεων: μπορεί να τείνει προς το κεφάλαιο, όσο αυξάνει η εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας, ή να πολώνεται προς την εργασία, εφόσον υπερισχύει η διάσταση της έμμεσης υπαγωγής της εργασίας του καταστηματάρχη στο μεγάλο κεφάλαιο (κάποιοι μιλάνε και για «εκμετάλλευση»).

Αυτή η ποικιλία καταστάσεων καθιστά, προφανώς, πιο δύσκολη και αντιφατική τη διαδικασία συγκρότησης της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης. Καθιστά, επίσης, ακόμα πιο σημαντικό το επίπεδο της πολιτικής άρθρωσης για την κατεύθυνση που θα έπαιρνε αυτή η συγκρότηση. Ποιοι θα πρωτοστατούσαν στη ταξική συγκρότηση και σε ποια μέτωπα θα έδιναν έμφαση; Εδώ αναφέρομαι στον «ταξικό πόλο», αυτόν που διεξάγει την «πάλη για την τάξη»: την πάλη, δηλαδή, για τη (διόλου δεδομένη) συγκρότηση, τα όρια και τις ιεραρχίες στο εσωτερικό της.

Μιλάς, λοιπόν, για τον ελληνικό «μικροαστικό ταξικό πόλο» που συγκροτείται και κερδίζει νίκες τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Τι σημαίνει αυτό και πώς έγινε;

Ως ταξικό πόλο ορίζω τον οργανωτικό, πολιτικό και ιδεολογικό πυρήνα που συγκροτεί και διακινεί μια ταυτότητα, διαμορφώνει και προπαγανδίζει αιτήματα, διατυπώνει τα συλλογικά συμφέροντα που ορίζουν την τάξη και τα διατηρεί αρθρωμένα, αγωνίζεται να προσελκύσει κομμάτια περιφερειακά και αμφιταλαντευόμενα. Εννοείται ότι η δράση του δεν είναι πάντα επιτυχημένη, και η ύπαρξή του δε συνεπάγεται ότι μια τάξη είναι σχηματισμένη. Μάλιστα, μπορούμε να ορίσουμε τον ταξικό πόλο και ως αυτό που μένει πίσω όταν η τάξη αποδιαρθρώνεται, και που διατηρεί ορισμένα κεκτημένα που θα συμβάλουν σε μια μελλοντική ανασυγκρότησή της.

Μέχρι τη δεκαετία του 1910 οι επαγγελματοβιοτέχνες γίνονταν αντιληπτοί ως κομμάτι του «εργατικού λαού» της Αθήνας και λειτουργούσαν ως επικεφαλής του. Η αυτονόμηση των εργατών και η αλλαγή του πολιτικού και θεσμικού πλαισίου (το οποίο ενσωμάτωσε στοιχεία μιας σύγχρονης ταξικής γλώσσας βασισμένης στην αντίθεση κεφάλαιου-εργασίας) αποτέλεσαν ένα σοκ γι’ αυτούς. Τελικά, οι καταστηματάρχες ανταποκρίθηκαν με επιτυχία στην πρόκληση, με την ίδρυση της ΓΣΕΒΕ και την εδραίωση της θέσης της τη δεκαετία του 1920. Στα σωματεία τους παρατηρείται μια σοβαρή οργανωτική ζύμωση, πετυχαίνουν την ίδρυση ιδιαίτερων επιμελητηρίων γι’ αυτούς και μια σειρά από μικρές νίκες όσον αφορά τους φόρους, το ενοικιοστάσιο κλπ, ενώ παράγονται νέες εκδοχές της μικροαστικής ταυτότητας, ακόμα και μια αφήγηση της νεοελληνικής ιστορίας στην οποία η «μέση αστική τάξις» καταλαμβάνει κεντρική θέση.

Στο βιβλίο σου περιλαμβάνονται και κεφάλαια για τις Απόκριες, τα λαϊκά αναγνώσματα της εποχής, τον Καραγκιόζη. Πώς εκφράζεται σε πολιτισμικό επίπεδο ο πόλος αυτός για τον οποίο έκανες λόγο;

Προσπάθησα να μην περιοριστώ στον συνδικαλισμό και την άμεσα πολιτική δράση: άλλωστε οι τάξεις δεν υπάρχουν σε ένα μόνο επίπεδο του κοινωνικού. Εξέτασα, λοιπόν, αν υφίσταται ένα ιδιαίτερο μικροαστικό στίγμα στο πεδίο της κουλτούρας. Τα ευρήματά μου εδώ σχετικοποίησαν την εικόνα της συγκροτημένης τάξης, αλλά δεν την κατέρριψαν. Προτείνω ότι η εμφάνιση του νέου λαϊκού μυθιστορήματος και ο εξευγενισμός του Καραγκιόζη εκείνα τα χρόνια στηρίχτηκαν από ένα μικροαστικό κοινό — αν και με ενισχυμένο, εδώ, το βάρος των «μικροαστών της γνώσης» και όχι «της αγοράς». Στον εορτασμό του καρναβαλιού, επίσης, εμφανίζονται ορισμένες μορφές που συνδέονται ιδιαίτερα με τους μικροαστούς. Στις αρχές του 20ού αιώνα, εν ολίγοις, έχει αναδυθεί ό,τι εγγύτερο προς μια ειδικά μικροαστική κουλτούρα είχε προκύψει μέχρι τότε. Παραμένει, βέβαια, ένα πολύ ασθενικό αντίστοιχο της τάσης συγκρότησης της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης στο οργανωτικό και πολιτικό επίπεδο.

Και, τέλος, πώς εκφράζεται ο μικροαστικός ταξικός πόλος σε πολιτικό επίπεδο; Αποτέλεσε «στήριγμα» του καθεστώτος;

Στον Διχασμό οι καταστηματάρχες στράφηκαν μαζικά προς τον αντιβενιζελισμό: αυτό μπορεί να θεωρηθεί το ελληνικό αντίστοιχο της μετατόπισης προς τα δεξιά της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης σε όλη την Ευρώπη προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Η στροφή προς τα δεξιά είχε ξεκινήσει από τα τέλη του 19ου αιώνα και στην Ελλάδα, μέσα από τη γοητεία που άσκησαν οι αντικοινοβουλευτικές προτάσεις στους μικροαστούς, που γενικά ήταν καλά ενσωματωμένοι στο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα. Η συντηρητική στροφή, πάντως, δεν σήμαινε αυτόματα και ότι λειτούργησαν ως στήριγμα του καθεστώτος· στον Μεσοπόλεμο υπήρξαν διάφορες στιγμές μαχητικής κινητοποίησης των επαγγελματιών και σύμπλευσής τους με το εργατικό κίνημα. Καθώς η κομμουνιστική απειλή δεν εμφανιζόταν τόσο ισχυρή όσο αλλού, οι έλληνες μικροαστοί είχαν την πολυτέλεια της αποστασιοποίησης από τους αστούς.