ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Απόψεις Δεύτερο Θέμα

Οι άγγελοι

του Ντόρου Ντορή

Οι άγγελοι αγρυπνούν αγρυπνούν επί του ύπνου των ανθρώπων!…

Μεσάνυχτα…

Στο δρόμο του Κήπου, έξω από το Γυμνάσιο, τα αυτοσχέδια μαγαζάκια των προσφύγων, ανακάτωμα από κάσες μεγάλες και μικρές, χαλασμένες, μισοσπασμένες, ετοιμόρροπες, από καρεγλιά χωρίς σχήμα, από πανέρια και κόφες φανταστικά κουβαριασμένες, από τσουβάλια που σχηματίζουν στέγες στραβές και τρύπιες και παράξενες και τοίχους και χωρίσματα και παραπετάσματα κουρελιασμένα με αρχιτεκτονική ζητιάνικη, θαμπά, σκοτεινά, σιωπηλά σαν τάφοι, θλιβερά σαν συντρίμματα κάποιου παλιού μεγαλείου, κι ανάμεσα σ’ αυτά κι επάνω σ’ αυτά κορμιά ξαπλωμένα ακίνητα, βυθισμένα σε ύπνο βαθύ ύστερ’ απ’ τη γιγάντια κούραση της ημέρας, κορμιά συντριμμένα από τους κόπους και δαρμένα απ’ όλες τις δυστυχίες, κορμιά σιωπηλά σαν λείψανα, έτοιμα να βρικολακιάσουν περίφοβα στην πρώτη πνοή ζωής που θα πέρναγε απάνωθέ τους, για να ταράξει την ήσυχη γαλήνη της δειλιασμένης ψυχής των.

…Οι άγγελοι αγρυπνούν επί του ύπνου των ανθρώπων…

Μέσα στον Κήπο, κοντά στη θύρα που ανοίγει στη θάλασσα, ένα κουβάριασμα από ανθρώπινα κορμάκια, πεσμένα στο χώμα, μπρούμυτα, ανάσκελα, πλαγιαστά, απανωτά, σ’ ένα λίθινον ύπνο, μέσα στο θαμπό του μεσονυχτιού σκοτάδι, και στη μέση η μάνα ανακαθιστή, καμπουριασμένη, ακουμπιστά στον τοίχο, κουκουλωμένη σα φάντασμα, κουρνιάζοντας ακίνητη και φυλάγοντας τα παιδιά της, ω! φυλάγοντας ανακαθιστή, κουκουλωμένη, σ’ έναν λίθινον ύπνο, σαν άγαλμα της λύπης, μέσα στο θαμπό τού μεσονυχτιού σκοτάδι.

…Οι άγγελοι αγρυπνούν…

Κι όταν τ’ ανθρώπινα αυτά κορμιά τα συντριμμένα από τους κόπους και δαρμένα απ’ όλες τις δυστυχίες ξυπνήσουν, θα ’χουν πρωί πρωί τη ψυχή κουρασμένη, σφιγμένη από ένα βουβό πόνο και μια βαριομάρα απέραντη. Η χρυσή ελπιδοδότρα αυγούλα, δε θα ξυπνήσει τα πλάσματα αυτά για να τα χαρίσει στα χείλη τους το χαμόγελο και το αναγάλιασμα στην καρδιά τους. Θα σηκωθούν όπως κοιμήθηκαν, απόκληροι της κοινωνίας, νόθοι της ζωής, οι παραριχμένοι, οι απελπισμένοι.

Και τα όνειρά τους θαμπά, σκοτεινά, χωρίς παλάτια χρυσά κι ουρανούς γαλάζιους. Και τα όνειρά τους όλα το ψωμάκι, το ξερό ψωμάκι μόνο, που θα το ’βρουν όπως μπορέσουν, με του κορμιού τους το τσάκισμα στη δουλειά, με του εγώ των την ταπείνωση στο ζητιάνεμα, κι ίσως –ποιος ξέρει;– με της ψυχής των το θανάτωμα στην αγκαλιά της ατιμίας.

Οι άγγελοι αγρυπνούν επί του ύπνου των ανθρώπων.

Ω! αν αγρυπνούσαν και επί της ζωής των απελπισμένων.