ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Απόψεις Δεύτερο Θέμα

Το ασύμμετρο τίμημα των «ίσων αποστάσεων»

Επιστρέφει, λοιπόν, στον τόπο του εγκλήματος ο δολοφονικός ναζιστικός εσμός; Για να είμαστε ακριβείς, η απειλή του δεν έλειψε ποτέ. Όσοι ζούμε στις σύγχρονες ταξικά δομημένες κοινωνίες, έχουμε μάθει, συχνά με οδυνηρό τρόπο, ότι η εγγενής ανασφάλεια, ο φόβος για το αβέβαιο και απειλητικό συχνά μέλλον, οι ανισότητες και το αίσθημα της αδικίας γεννούν σαν ενδεχόμενη αντίδραση και την ενίσχυση των φασιστικών πρακτικών. Δεν ξεμπλέκουμε μαζί τους μια και καλή, χρειάζεται διαρκής αγώνας στο ιδεολογικό, το πολιτικό και κοινωνικό πεδίο για την ελαχιστοποίηση αυτής της ροπής.

Με τον φασισμό δεν παίζουμε

Πάνω απ’ όλα, όμως, χρειάζεται να πειστούν οι πάντες ότι δεν γίνεται να παίζουμε μ’ αυτήν. Ότι μπορεί να τη χειριστούμε και να την αξιοποιήσουμε. Την απόπειρα αυτή να αξιοποιηθεί ο ναζισμός και ο φασισμός από τις κυρίαρχες τάξεις σαν αντίπαλο δέος στη λαϊκή πίεση για δημοκρατικές κοινωνικές αλλαγές, την πλήρωσε η ανθρωπότητα με ποταμούς αίματος. Θα έπρεπε να είχαν όλοι πια πειστεί ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η απόπειρα εκμετάλλευσης αυτής της ροπής για ίδιο όφελος.

Γι’ αυτό η αριστερά καταγγέλλει με τόση επιμονή τη λογική των ίσων αποστάσεων και τις ψευτοθεωρίες των δύο άκρων. Γιατί εξισώνοντας με το φασισμό την αναγκαιότητα και τη δυναμική των κοινωνικών κινημάτων, στο πλαίσιο μιας συγκρουσιακής και αντιπαραθετικής δημοκρατικής συγκρότησης των σύγχρονων κοινωνιών, αφήνουν περιθώρια στις ακροδεξιές και τις ναζιστικές πρακτικές να θεωρηθούν ισότιμες με τις άλλες. Και γιατί συνήθως πίσω από αυτή τη στάση κρύβεται με δυσκολία η διάθεση πρόσβασης σε ένα εκλογικό ακροατήριο, που θέλει να νέμεται η δεξιά, χωρίς να καταβάλλει προσπάθεια να το προσεταιριστεί ιδεολογικά, απαλλάσσοντάς το όμως από τη ναζιστική επιρροή. Αντίθετα, το επιχειρεί προσαρμόζοντας τις πολιτικές της στις διαθέσεις αυτού του ακροατήριου.

Παραδείγματα πολιτικής προσαρμογής

Να μιλήσουμε με παραδείγματα; Μακεδονικό. Από τη θέση τής αξιωματικής αντιπολίτευσης ακόμα, ο κ. Μητσοτάκης  δεν αντιπαρατέθηκε απλά στη συμφωνία των Πρεσπών, που ήταν δικαίωμά του.  Τη χαρακτήρισε προδοτική και συναγελάστηκε με την ίδια τη Χρυσή Αυγή στα εθνικιστικά, ξενοφοβικά, ρατσιστικά συλλαλητήρια. Χωρίς την παραμικρή προσπάθεια διαχωρισμού από ένα μικροκομματικά εκμεταλλεύσιμο συνονθύλευμα. Όταν στην Πειραιώς έκαναν τον απολογισμό αυτής της πρακτικής τους, είναι φανερό ότι δεν αποτίμησαν τη βλάβη που προξένησαν, αλλά μόνο το όποιο εκλογικό όφελος που αποκόμισαν. Δεν μέτρησαν, όπως φαίνεται,  την ώθηση που έδωσαν στον ξενοφοβικό εθνικισμό με την επιλογή τους.

Δεύτερο παράδειγμα, το προσφυγικό. Πώς αντιμετώπισε η ΝΔ του κ. Μητσοτάκη την προσπάθεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ-Οικολόγων να κρατήσει μια όσο γινόταν ανθρώπινη συμπεριφορά απέναντι στο κύμα των απελπισμένων προσφύγων και σε μια Ευρώπη περίκλειστο φρούριο; Τροφοδοτώντας με κάθε ευκαιρία τα αντανακλαστικά τής ξενοφοβίας και πριμοδοτώντας την ιδέα των φονικών επαναπροωθήσεων ή των κλειστών κέντρων. Συμβάλλοντας, δηλαδή, στη μετατροπή του αρχικού αυθόρμητου κύματος λαϊκής αλληλεγγύης προς τους πρόσφυγες σε μια διάθεση επιφύλαξης και δυσανεξίας – στην καλύτερη περίπτωση. Γραμμή που και ως κυβέρνηση πια εφαρμόζει καλλιεργώντας το έδαφος για την ανάπτυξη αντιλήψεων  συγγενικών με τις ρατσιστικές των ναζιστικών κινήσεων.

Ερωτήματα που χρειάζονται απαντήσεις

Υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα, αλλά το ζήτημα δεν είναι να εξαντλήσουμε τον κατάλογο. Θέλουμε να ερμηνεύσουμε το γιατί η ηγεσία της ΝΔ και η υπουργός Παιδείας χρειάστηκαν δύο εβδομάδες για να χαρακτηρίσουν, συγκρατημένα πάλι, φασιστικές τις επιθέσεις μέσα στα σχολεία της Θεσσαλονίκης, γιατί σε ένα τόσο κρίσιμο θέμα κυβέρνηση και ΝΔ εμφανίστηκαν με την ξαναζεσταμένη και ξινισμένη πια θεωρία των δύο άκρων, γιατί μπόρεσε να μιλήσει για τάγματα εφόδου ένας και μοναδικός υπουργός της κυβέρνησης, γιατί τον προκλητικά ακροδεξιό κ. Μπογδάνο έπρεπε να τον διαγράψει από την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ  ο κ. Δένδιας με την τοποθέτησή του στη Βουλή, πριν αναγκαστεί να το πράξει  τυπικά – και προσωρινά, όπως φαίνεται – ο κ. Μητσοτάκης, γιατί ο κ. Κυρανάκης, από την επίσημη κομματική θέση που κατέχει, εφάρμοσε τη λογική των ίσων αποστάσεων ανάμεσα σε Μπογδάνο και Δένδια (!), γιατί…

Σε όλα αυτά τα ερωτήματα χρειάζονται απαντήσεις. Και πρώτα πρώτα τις χρειάζονται όσοι προσεγγίζουν ή προσέγγισαν τη ΝΔ χάρη στη διαβεβαίωση ότι πρόκειται για ένα κόμμα που θέλει να καλύπτει και τμήματα του κέντρου, με εκσυγχρονιστικές διαθέσεις, κόμμα της προόδου κατά τον κ. Μητσοτάκη. Δυστυχώς, η πραγματικότητα απέχει πολύ από αυτό το πρότυπο. Στο εσωτερικό της έχει μια ισχυρότατη εθνικιστική τάση, που επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό την εξωτερική και αμυντική πολιτική τής κυβέρνησης. Επίσης, μια ισχυρή παρουσία ακροδεξιάς προέλευσης στελεχών, που επηρεάζουν την κατεύθυνση της κυβερνητικής πολιτικής στο προσφυγικό, την καταστολή και την εξωτερική πολιτική. Το κυριότερο, όμως, δεν είναι ότι υπάρχουν αυτές οι τάσεις, πράγμα αναμενόμενο σε κόμματα που δομούνται στη λογική της αυτοδυναμίας. Είναι το γεγονός ότι η ηγεσία Μητσοτάκη χειρίζεται αυτές τις τάσεις με μικροκομματική λογική, προκειμένου να διατηρεί διαύλους επικοινωνίας με ορισμένα τμήματα του εκλογικού σώματος, ώστε να αποτρέπει τη δημιουργία ισχυρού ακροδεξιού πόλου στα δεξιά της, με τίμημα την υποβάθμιση της ανάγκης για απροϋπόθετη καταδίκη της ξενοφοβικής και ρατσιστικής επιρροής.

Το βήμα του κ. Δένδια, με όλη, και παρ’ όλη, την προϊστορία του, είναι καλοδεχούμενο σαν συνεισφορά σε μια γενικευμένη  αντιφασιστική διάθεση. Δεν ξέρουμε, όμως, αν μπορεί να σώσει την κατάσταση, στο σημείο που έχει φέρει τη ΝΔ η τακτική Μητσοτάκη. Ο ίδιος δεν φαίνεται διατεθειμένος να προχωρήσει σε επιλογές που θα δυσαρεστούσαν την ακραία δεξιά πτέρυγα του κόμματός του και τμήματα του εκλογικού σώματος. Η ΝΔ σήμερα, χωρίς να είναι κόμμα της ακροδεξιάς, με ευθύνη της ηγεσίας της ενεργεί με τρόπο επικίνδυνο για την αναγκαία αντιμετώπιση της αναπαραγόμενης ναζιστικής απειλής χαϊδεύοντας ανεπίτρεπτα ακροδεξιά ακροατήρια. Και αυτή η τακτική χρειάζεται να απονομιμοποιηθεί στη συνείδηση όλων των δημοκρατικών πολιτών.