ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Απόψεις Δεύτερο Θέμα

8 δευτερόλεπτα

Βαγγέλης Γέττος

Σε ένα πρόσφατο άρθρο μου, εξερεύνησα τις αποχρώσεις της οργής που προκάλεσε η επιταφειακή περιφορά της Πρωτοψάλτη στους δρόμους της Αθήνας. Το άρθρο εισέπραξε ορισμένα ψύχραιμα επικριτικά ή επιδοκιμαστικά σχόλια.

Εισέπραξε όμως και πλήθος άλλων οργίλων σχολίων που μαρτυρούσαν ότι οι συντάκτες τους, παρ’ ότι ακόλουθοι του συγκεκριμένου ιστότοπου και όπως κάποιοι ανάφεραν και των λοιπών δικών μου άρθρων, ή δεν μπήκαν στον κόπο να διαβάσουν όλο το άρθρο ή το ερμήνευσαν όπως ήδη είχαν αποφασίσει ότι θα το ερμηνεύσουν, ήδη από τον τίτλο του. Αυτά δεν μου προκάλεσαν κάποια έκπληξη αφού στον κυβερνοχώρο η ελευθερία έχει απωλέσει προ καιρού το βασικό της συστατικό: τον συγκροτημένο διάλογο.

Αυτό που με ανησύχησε περισσότερο ήταν σχόλια από αναγνώστες σχετικά με την γλώσσα που χρησιμοποίησα. Θεωρήθηκε από ορισμένους αναγνώστες ‘’κουλτουριάρικη’’ ή ‘’διανοουμενίστικη’’ μόνο και μόνο γιατί δεν κατήγγειλα ανοιχτά την τραγουδίστρια. Περαιτέρω, οι συγκεκριμένοι αναγνώστες θεώρησαν ότι κάτω από τις ‘’γλαφυρές φιοριτούρες’’ υποκρύπτεται κάτι άλλο, κάποιο σατανικό υπονοούμενο το οποίο δεν τολμώ να αρθρώσω, φοβούμενος την γενική κατακραυγή. Δεν έχει καμία σημασία η δική μου εμπειρία. Σημασία έχει το να εξετάσει κανείς αυτή την συσσωρευμένη οργή του διαδικτυακού αναγνωστικού κοινού απέναντι σε έναν λόγο που επιλέγει να ψηλαφήσει ζητήματα μακριά από μανιχαϊσμούς και υπεραπλουστευτικά δίπολα.

Μέχρι και πριν από μια δεκαετία, ο πολύς κόσμος στην Ελλάδα διάβαζε εφημερίδες. Τα σοβαρά αριστερά, κεντροαριστερά, κεντροδεξιά ή δεξιά έντυπα, δεν επεφύλασσαν στους αναγνώστες τους μόνο την ‘’γράμμωση’’ που απαιτούσε το κόμμα που στήριζε η εκάστοτε εφημερίδα. Αντίθετα, συγκέντρωναν σκεπτόμενους ανθρώπους που δεν εξέφραζαν απαραίτητα τη σκληρή γραμμή του εντύπου.

Η Αυγή εξέπεμπε τον αδέσμευτο λόγο ενός Ανταίου Χρυσοστομίδη. Η Ελευθεροτυπία φιλοξενούσε τον Ιό και τα ακροαριστερά μανιφέστα του Περικλή Κοροβέση. Το Βήμα κοσμούσε η ποιητική φωνή του Μάριου Πλωρίτη. Την Καθημερινή ακόμα και σήμερα μπολιάζει με θάρρος ο Παντελής Μπουκάλας. Αυτοί οι δάσκαλοι, μεταξύ άλλων, μας έμαθαν να διαβάζουμε, να διαβάζουμε πραγματικά, να ακούμε προσεκτικά πριν κρίνουμε.

Η διετία 2010-2012 ήταν απ’ ό,τι όλα δείχνουν η τελευταία έκλαμψη της αναγνωσιμότητας και του κοινωνικού αντίκτυπου του ημερήσιου τύπου. Αυτό το δεδομένο συνετέλεσε σε μια μείζονα αλλαγή στον δημόσιο λόγο αλλά και στην αναγνωστική «υπομονή» του κοινού. Έκτοτε, μέσα από τα αναγκαστικά πολιτικά δίπολα που επικράτησαν (π.χ. μνημονιακοί vs αντιμνημονιακοί) αλλά κυρίως μέσω της μαζικής κατάληψης του χώρου της αναγνωσιμότητας από τα ψηφιακά ΜΜΕ και του απόλυτου εκτροχιασμού της τηλεοπτικής προπαγάνδας, ο πολίτης πείστηκε ότι η ενημέρωση δεν απαιτεί πια οξυμένη επαγρύπνηση αλλά μια αναπαυτική πολυθρόνα ή έναν λογαριασμό στο Facebook και το Twitter.

Αυτό το σχήμα, για να λειτουργήσει και να καθηλώσει οριστικά τον πολίτη, έπρεπε να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα. Στον πολίτη αναγνωρίστηκε και επίσημα το δικαίωμα να αρκεστεί στα στεγανά της σκέψης του. Οι ψηφιακοί τίτλοι των ειδήσεων και των άρθρων γνώμης ταυτίστηκαν με τα διαφημιστικά slogan όσο ποτέ άλλοτε. Και αυτό δεν έγινε τυχαία. Έχει υπολογιστεί ότι πλέον, για οτιδήποτε προβάλλεις στα social media, διαθέτεις μόλις 8’’ μέχρι ο χρήστης να αποφασίσει αν τον ενδιαφέρει η όχι. Αν μέσα σε αυτό το συντριπτικό χρονικό διάστημα τον ενδιαφέρει π.χ. ένα άρθρο, ίσως μπει να το διαβάσει.

Αυτή η πίεση των 8’’ δεν σταματά όμως όταν παρθεί η απόφαση της ανάγνωσης αλλά ακολουθεί τον χρήστη καθ’ όλη την ανάγνωση που τελικά καταλήγει σε μία στρεσογόνα διαδικασία ταχείας σταχυολόγησης σημείων (και όχι θέσεων).  Όμως αν ο αρθρογράφος αποφασίσει να καταπιαστεί με μη προφανείς πτυχές ενός ζητήματος, θα χρειαστεί τουλάχιστον 700-800 λέξεις. Ακόμα και το κλασικό μοτίβο των 600 λέξεων που οι αρχισυντάκτες απαιτούν από τους δημοσιογράφους (έντυπων ή διαδικτυακών ΜΜΕ) είναι κάτι ξεπερασμένο.

Αρκεί να δει κανείς τις προτάσεις που τονίζονται με bold από τα sites ώστε να μην χρειαστεί να διαβάσεις ούτε καν τις 600 λέξεις. Κι έτσι ο διαδικτυακός μη-αναγνώστης θεωρεί ότι με 70-80 λέξεις έχει σχηματίσει άποψη όχι μόνο για το περιεχόμενο του άρθρου, αλλά και για τα βαθύτερα κίνητρά του – ακόμα και για το εικαζόμενο ποιόν του αρθρογράφου. H ιδιότητα του αναγνώστη έχει ήδη δολοφονηθεί. Η οσμή από τη σήψη της αναγνωστικής κριτικής σκέψης καλύπτει όλο και περισσότερο τη δημόσια διαδικτυακή σφαίρα.

Σε όλη αυτή την κατάσταση ο πιο σύνθετος αρθρογραφικός λόγος ευρείας απεύθυνσης, ο λόγος που αντιτίθεται στη χρήση τηλεοπτικών κλισέ που κακοποιούν και αλλοιώνουν την εξαιρετική μηχανική της ελληνικής γλώσσας, στοχοποιείται. Οι αρθρογράφοι που επιμένουν κάπως περισσότερο βαφτίζονται ‘’διανοούμενοι’’ άρα ‘’ακατάληπτοι’’.

Ο ιθύνων νους της ναζιστικής προπαγάνδας, Πάουλ Γιόζεφ Γκέμπελς σημείωνε στο ημερολόγιό του ότι «η προπαγάνδα θα πρέπει να εστιάζει σε ένα συγκεκριμένο εχθρό ενώ το μήνυμά της θα πρέπει να είναι απλό και να απευθύνεται στις μάζες και όχι στους διανοούμενους». Αυτός ο διαχωρισμός μαζών και διανοούμενων ίσως να αναγκάσει κάποιους να ξανασκεφτούν την ειρωνική της χρήση της έννοιας ‘’διανοούμενος’’ σε βάρος οποιουδήποτε αρθρογράφου επιδιώξει να μην ενδώσει στη χυδαία διαφημιστική υπεραπλούστευση για χάρη ορισμένων πολιτών ή πολιτικών χώρων που έχουν πάρει ήδη τις αποστάσεις τους από τον ορθό λόγο.

Οι μέρες είναι κρίσιμες. Αυτό είναι το μόνο προφανές. Χρέος της αριστερής, προοδευτικής, ριζοσπαστικής και δημοκρατικής αρθρογραφίας, χρέος των διανοούμενων της από ’δω όχθης είναι να αντιμετωπίσει κατά μέτωπο τη Νέα Γλώσσα που απειλεί να διαρρήξει και τις εναπομείνασες εστίες ορθού λόγου στο δημόσιο χώρο. Γιατί 8’’ αρκούν για να πνίξεις τη δημοκρατία άπειρες φορές μέσα σε μια μέρα.