Τους τελευταίους μήνες η ΕΛ.ΑΣ. βρίσκεται μόνιμα εντός και περιμετρικά του campus του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με διμοιρίες και κλούβες να έχουν πιάσει στασίδι δήθεν για την πάταξη της εγκληματικότητας στους χώρους του πανεπιστημίου.
Μάλιστα, η παρουσία της αστυνομίας και η αντίθεση των φοιτητών σε αυτήν, έγιναν προπαγανδιστικό σλόγκαν από τα πιο επίσημα κυβερνητικά χείλη, αυτά του πρωθυπουργού: «Βαριοπούλα ή βιβλιοθήκη;», είχε θέσει το δίλημμα ο Κυριάκος Μητσοτάκης στα τέλη Μαΐου, αμέσως μετά τον τραυματισμό φοιτητή από τα ΜΑΤ με ευθεία βολή βομβίδας κρότου στο πρόσωπο.
Φυσικά, το δίλημμα του πρωθυπουργού δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα προπαγανδιστικό ψέμα. Στα μέσα του καλοκαιριού τα ΜΑΤ παραμένουν στο πανεπιστήμιο και οι συμμορίες ναρκωτικών πραγματοποιούν ξεκαθαρίσματα λογαριασμών ανενόχλητες, υπό το «άγρυπνο βλέμμα» της αστυνομίας.
Όπως χθες το βράδυ, όπου περίπου 20 άτομα μπήκαν στο ΑΠΘ από την οδό Εθνικής Αμύνης, πυροβόλησαν εναντίον αντίπαλης συμμορίας και εξαφανίστηκαν, με την αστυνομία να βρίσκεται λιγότερα από 100 μέτρα μακριά και να μην επεμβαίνει. Ακόμα και ο ένας τραυματίας από τη συμπλοκή, πήγε μόνος του απέναντι από το πανεπιστήμιο στο νοσοκομείο Γεννηματάς, όπου ουσιαστικά παραδόθηκε.
Η ΕΛ.ΑΣ. που διατηρεί πάμπολλες δυνάμεις σε απόσταση αναπνοής, όχι μόνο δεν σταμάτησε τη συμπλοκή, αλλά δεν πραγματοποίησε και καμία σύλληψη μετά από αυτήν. Τι έκανε; Ό,τι κάνει πάντα. Γέμισε τους κοντινούς στο πανεπιστήμιο δρόμους, γύρω από τη Ροτόντα, με περιπολικά και μηχανές της ΔΙΑΣ, τραμπουκίζοντας περαστικούς και θαμώνες των παρακείμενων μπαρ. Πραγματοποίησε 8 προσαγωγές, με όλους όσοι προσήχθησαν να αφήνονται αργότερα ελεύθεροι και συνέλαβε μία κοπέλα, όχι γιατί είχε οποιαδήποτε σχέση με τη συμπλοκή των συμμοριών, αλλά διότι διαμαρτυρήθηκε έντονα για τη βίαιη συμπεριφορά των αστυνομικών σε έλεγχο περαστικών.
Τι πιο σύνηθες, για να δανειστούμε τη φράση βραβευμένου μεγαλοδημοσιογράφου. Όποιος έχει περάσει έστω και λίγο διάστημα στο ΑΠΘ την τελευταία δεκαετία και πλέον, γνωρίζει πολύ καλά πως ακόμα και τις εποχές που ίσχυε η προστασία του πανεπιστημιακού ασύλου και η αστυνομία χρειαζόταν κλήση από τις πρυτανικές αρχές για να εισέλθει στο campus, δυνάμεις της βρίσκονταν πάντα στα πέριξ του, με εγκλήματα όπως εμπόριο ναρκωτικών και ληστείες να γίνονται «κάτω από τη μύτη της». Πού και πού γινόταν κάποια σύλληψη «για τα μάτια του κόσμου», ίσως για μικροποσότητες ναρκωτικών. Και φυσικά τίποτα δεν άλλαξε με την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, ούτε με τη μονιμοποίηση δυνάμεων των ΜΑΤ στο campus — όπως δεν θα αλλάξει και με την εισαγωγή της ΟΠΠΙ.
Διότι το ζήτημα ποτέ δεν ήταν η ασφάλεια των φοιτητών ή η προστασία της δημόσιας περιουσίας των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Το ζήτημα ήταν πάντοτε ο έλεγχος, κι ο έλεγχος αυτός έγκειται στην απαγόρευση της πολιτικής δράσης εντός των πανεπιστημίων.
Είναι ακριβώς το ίδιο ζήτημα που ισχύει και σε περιοχές όπως η πλατεία Εξαρχείων. Εκεί όπου κάθε έφοδος της ΕΛ.ΑΣ. σημαίνει και αυξημένη δράση των εμπόρων ναρκωτικών — θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι δεν είναι και τόσο τυχαία αυτή η «σύμπτωση». Διότι όποτε πολιτικές ομάδες «κακών αναρχοκομμουνιστών» βρίσκονται στην πλατεία, οι έμποροι νιώθουν να κινδυνεύουν και πηγαίνουν λίγο παραπέρα, πιο κοντά στις διμοιρίες. Κι όταν η ΕΛ.ΑΣ. θέλει να στήσει κατηγορίες εναντίον αναρχικών, χρησιμοποιεί τα «βαποράκια» για να καταθέσουν ψευδώς εναντίον τους.
Το χθεσινό συμβάν στο ΑΠΘ είναι ακόμη μία απόδειξη ότι η παρουσία της αστυνομίας στο πανεπιστήμιο δεν αφορά την εγκληματικότητα, ούτε τις «βιβλιοθήκες». Η αστυνομία βρίσκεται εκεί για έναν και μόνο λόγο: για να σιγουρέψει ότι δεν θα υπάρξει αντίσταση στην αποπολιτικοποίηση του πανεπιστημίου, στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας του, στην είσοδο ιδιωτών κι επιχειρηματικών συμφερόντων. Άλλωστε και τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών μέσω πυροβολισμών, «επιχειρηματικά συμφέροντα» είναι.