ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Απόψεις Δεύτερο Θέμα

Θεσμοποιημένος κυνισμός

Ο δεξιός εκλεκτικισμός ήταν πάντοτε ένα στοιχείο της Νέας Δημοκρατίας, τουλάχιστον από τότε που την θυμάμαι, τις τελευταίες δεκαετίες. Σε ένα κόμμα όπου προσπαθούν να συνυπάρξουν διαφορετικές τάσεις κάτι τέτοιο είναι λογικό. Η άκρα δεξιά, το εθνικιστικό κομμάτι, η λαϊκή δεξιά, οι νεοφιλελεύθεροι, οι συντηρητικοί, οι κεντροδεξιοί. Όλοι συνυπάρχουν με συνδετική ουσία την εξουσία (ή έστω την προοπτική αυτής). Αυτό που κάνει το μείγμα που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια θαυμαστό είναι το γεγονός πως ο πρωθυπουργός κατάφερε να πάρει από κάθε μία τάση ή ταυτότητα ό,τι χειρότερο αυτή έχει να προσφέρει στην κοινωνία. Από την άκρα δεξιά και το λαϊκό κέντρο τον αυταρχισμό, την ακραία συντήρηση, τον σκοταδισμό και την καταστολή. Και από τους νεοφιλελεύθερους και τους τεχνοκράτες τον πολιτικό κυνισμό και τη συναισθηματική ακαμψία απέναντι στην κοινωνία.

Ο πρόσφατος νόμος Χατζηδάκη έχει ως στόχο να αλλάξει την εργασία στο σύνολό της. Τα δικαιώματα, τις ελευθερίες, τις διεκδικήσεις, τη σχέση των εργαζομένων με τον εργοδότη τους και τους συναδέλφους τους. Τη σχέση τους με τον ελεύθερο χρόνο, τις επαφές τους, την ίδια τους τη ζωή. Είναι όμως και ένα νομοσχέδιο που αλλάζει πολλά περισσότερα. Ακριβώς λόγω της εμβληματικής του κοινωνικής μισανθρωπίας. Στην πραγματικότητα, δεν νομοθετεί απλώς τη συντριπτική εξουσία των εργοδοτών απέναντι στους εργαζομένους. Θεσμοθετεί τον ίδιο τον κυνισμό ως κοινωνικό θεμέλιο.

Τη δεκαετία του ’80, οι κυβερνήσεις Θάτσερ και Ρήγκαν είναι οι πρώτες στον δυτικό κόσμο που έκαναν την νομιμοποίηση του κυνισμού κεντρικό ιδεολογικό στοιχείο των πολιτικών και των αποφάσεών τους. Η κοινωνική αδικία δεν είναι κάτι που υφίσταται για τις πολιτικές αυτές, αν κάποιος είναι φτωχός είναι υπεύθυνος για τη φτώχια του, τεμπέλης και οριακά ανάξιος πολίτης. Η δυστυχία έγινε στίγμα. Και ταυτόχρονα αυτό που τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 διατυπωνόταν ως προοδευτικό αίτημα, η εξερεύνηση του εαυτού και η έκφρασή του μεταμορφώθηκε μέσω του κυνισμού σε απόλαυση του εαυτού και κατανάλωσή του. Ο ακραίος ηδονιστικός ατομισμός έγινε κυρίαρχη νόρμα στις νεοφιλελεύθερες κοινωνίες, αισθητικοποιήθηκε και καταναλώθηκε, γιόρτασε την επικράτησή του στο τέλος του ψυχρού πολέμου και απαίτησε το τέλος της ιστορίας.

Η βασική διαφορά του κυνισμού αυτού που μετέτρεψε ανθρώπους και κοινωνίες με τον κυνισμό που θεσμοποιήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα στη χώρα μας είναι πως αυτός ήταν ένας κυνισμός σε εποχές ευμάρειας. Τότε, η υπόσχεση για ανάπτυξη και πλουτισμό δεν αφορούσε αποκλειστικά μια ελίτ αλλά ως φαντασιακή εξιστόρηση ή αποσπασματικό παρόν αφορούσε και ένα μεγάλο κομμάτι της μεσαίας τάξης. Η ταξική κινητικότητα, η άνοδος των τεχνολογιών και το άνοιγμα νέων αγορών ήταν επιχειρήματα υπέρ μιας άνευ τέλους απόλαυσης που με κάποιον τρόπο περιελάμβανε τον οποιοδήποτε αποδεχόταν τον δομικό κυνισμό.

Ο δικός μας μητσοτακέικος κυνισμός είναι όμως διαφορετικός. Είναι μια εφαρμογή σε μια κοινωνία διαλυμένη. Μια κοινωνία που έχει περάσει 10 χρόνια κρίσης και 2 χρόνια εγκλεισμού, διαρκή καταπάτηση ελευθεριών και δικαιωμάτων, εξαθλίωση, ανεργία, μαζική μετανάστευση και αδιέξοδο. Είναι μια εφαρμογή που δεν μπορεί να πείσει, αλλά μόνο να επιβληθεί. Με την συνεπικουρία των πολιτικών που χαρακτηρίζουν τις άλλες ιδεολογικές πτέρυγες του κόμματος: καταστολή, αστυνομική βία και προπαγάνδα των μέσων ενημέρωσης. Είναι ένας κυνισμός των ελίτ που πιστεύουν πως έχουν το προνόμιο στη συγκεκριμένη συγκυρία να φερθούν ως τσιφλικάδες απέναντι σε μουζίκους. Δημιουργώντας έτσι ένα εκρηκτικό κοινωνικό μείγμα που δεν μπορεί παρά να ξεσπάσει. Το ζήτημα δεν είναι αν το ξέσπασμα αυτό θα συμβεί, αλλά τι χαρακτηριστικά θα έχει.

Σε αυτή την πολλαπλή πολιορκία, ο ρόλος της Αριστεράς είναι όχι να θέσει την αλληλεγγύη ως πολιτικό πρόταγμα, αλλά να αποδείξει έμπρακτα πως είναι απαραίτητο στοιχείο για την ίδια την επιβίωση της κοινωνίας.