Αν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία για το κριτήριο με το οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις για την πανδημία τους τελευταίους μήνες από την επιτροπή των ειδικών, αυτή διαλύθηκε την περασμένη Τετάρτη με την ανακοίνωση των μέτρων που θα ισχύουν από το Πάσχα και μετά. Αυτό που έγινε απολύτως σαφές είναι ότι μπροστά στο πολιτικό κόστος, η κυβέρνηση δεν διστάζει να παίρνει αποφάσεις, οι οποίες όχι μόνο δεν στηρίζονται σε επιστημονικά δεδομένα, αλλά αντιθέτως μπορεί να αποτελέσουν αιτία, έτσι ώστε η επιδημιολογική εικόνα της χώρας να επιδεινωθεί σημαντικά.
Στο διάγγελμά του (ένα ακόμη τους τελευταίους μήνες), ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάφερε να πει το αμίμητο: «Στη χώρα η επιδημία σταθεροποιείται, έστω και σε υψηλά επίπεδα!» Αφού λοιπόν «σταθεροποιείται», έφτασε η ώρα να βγούμε όλοι έξω από τη Δευτέρα του Πάσχα ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το ΕΣΥ λειτουργεί στα κόκκινα (σταθερά πάνω από 800 οι διασωληνώσεις) και τα ημερήσια κρούσματα έχουν παγιωθεί στις 3000 περίπου.
Τεράστιος κίνδυνος
Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα ανακοινώθηκαν, από τη Δευτέρα του Πάσχα 3 Μαΐου η εστίαση θα λειτουργήσει και πάλι (μόνο σε εξωτερικούς χώρους) και η απαγόρευση της κυκλοφορίας κατά τις νυχτερινές ώρες θα αρχίζει στις 23:00. Πρακτικά θα πάψουν να ισχύουν και τα SMS στο 13033, τουλάχιστον για τις ώρες στις οποίες η κυκλοφορία θα επιτρέπεται κανονικά.
Κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα, η κυκλοφορία θα σταματά στις 22:00 ενώ -και εδώ έχουμε ένα μνημείο ανορθολογισμού- την Κυριακή του Πάσχα το απαγορευτικό θα “πέσει” στις 21:00. Μην ψάχνετε να βρείτε την αιτία της συγκεκριμένης απόφασης διότι πολύ απλά δεν υπάρχει. Η λειτουργία της Ανάστασης, τέλος, θα γίνει επίσης στις 21:00 για προφανείς λόγους.
Στις 14 Μαΐου, τέλος, θα ανοίξει ο τουρισμός και θα επιτραπούν σε όλους τους πολίτες οι υπερτοπικές μετακινήσεις. Γαία πυρί μιχθήτω κοντολογίς, για τις ανάγκες της βαριάς βιομηχανίας της χώρας, από την οποία η κυβέρνηση περιμένει και τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης στην οικονομία.
Θα υπάρχουν σημάδια αποκλιμάκωσης της επιδημίας τις πρώτες ημέρες του Μαΐου; Ουδείς επιστήμονας θα απαντήσει θετικά σ’ αυτήν την ερώτηση. Είναι απολύτως αδύνατον! Η διασπορά στην κοινότητα, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, είναι πολύ μεγάλη, κάτι που απέδειξε και η εικόνα των λυμάτων στην Αττική, η οποία είναι σημαντικά επιβαρυμένη. Οι μετακινήσεις, έστω οι τοπικές, κατά τις ημέρες του Πάσχα θα προκαλέσουν επιπλέον μεταδοτικότητα ενώ από τις 3 Μαΐου και έπειτα, η κινητικότητα θα αυξηθεί κατά πολύ, αφού πλέον η εστίαση θα είναι ανοιχτή, έστω και μέχρι τις 11 το βράδυ.
Όλα αυτά πρακτικά σημαίνουν ότι ο Μάιος θα είναι «βαρύς» μήνας σε ό,τι αφορά τα επιδημιολογικά δεδομένα, αυτό το καταλαβαίνει κανείς και χωρίς να είναι λοιμωξιολόγος. Και τότε γιατί, άραγε, ανοίγουν τα πάντα;. Διότι, όπως εξηγούσαν και μέλη της Επιτροπής των ειδικών, «ο κόσμος δεν αντέχει άλλο μέσα στα σπίτια του». Πίσω από αυτό, είναι σαφές ότι κρύβεται η κυβερνητική πρόθεση για σταδιακό «άνοιγμα» των πάντων, γιατί σε διαφορετική περίπτωση το πολιτικό κόστος θα είναι πολύ μεγάλο. Έτσι, λοιπόν, ο πρωθυπουργός παίρνει το ρίσκο. Ρισκάρει τη σαφέστατη επιδείνωση των επιδημιολογικών δεδομένων για να σώσει όχι την οικονομία, αλλά κυρίως την εικόνα του και τις δημοσκοπικές αντοχές του. Και επίσης, για να αποφύγει κοινωνικές εκρήξεις, οι οποίες μπορεί να δημιουργήσουν διαφορετικά πολιτικά δεδομένα.
Τα εμβόλια δεν είναι πανάκεια
Η κυβέρνηση επενδύει πολλά στα εμβόλια και αυτό είναι απολύτως λογικό. Τις τελευταίες 15 ημέρες όμως, με δεδομένο ότι δεν υπάρχει πολύ μεγάλο απόθεμα εμβολίων, ο ρυθμός των εμβολιασμών στη χώρα έχει πέσει. Παρόλα αυτά, υπάρχει αισιοδοξία ότι λόγω των πολλών παραδόσεων που είναι προγραμματισμένοι να γίνουν τον Μάιο και τον Ιούνιο, ο ρυθμός θα ανέβει. Το υπουργείο Υγείας κάνει λόγο για 2,5 εκατομμύρια εμβολιασμούς το Μάιο και για 4 εκατομμύρια τον Ιούνιο.
Στη θεωρία αυτοί οι στόχοι μπορούν να επιτευχθούν. Στην πράξη, όμως, το εγχείρημα παρουσιάζει δυσκολίες. Μπορεί ο εμβολιασμός να άνοιξε πλέον και στις “μικρές” ηλικιακές κατηγορίες (από τη Μεγάλη Τρίτη θα μπορούν να δηλώνουν πρόθεση εμβολιασμού οι 30-39), όμως κανείς δεν μπορεί να διασφαλίσει ότι η συμμετοχή θα είναι μαζική και ότι οι παραδόσεις των εταιριών θα γίνουν στην ώρα τους. Στο Ισραήλ, χώρα που κατέγραψε πολύ καλές επιδόσεις στον εμβολιασμό, έγινε φανερό τους προηγούμενους μήνες ότι τα άτομα των νεαρών ηλικιών δεν προσέρχονταν μαζικά στη διαδικασία.
Το πολυπόθητο τείχος ανοσίας είναι μάλλον αδύνατον να δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, άρα θα χρειαστούν και άλλα μέτρα για την αποφυγή της περαιτέρω διασποράς του ιού στην κοινότητα.
Τι μένει; Tα self test, κοινώς η ατομική ευθύνη. Εργαζόμενων, μαθητών, εκπαιδευτικών. Όμως, από τη μέχρι στιγμής εφαρμογή του μέτρου έχει γίνει ξεκάθαρο ότι μόνο επικουρικά μπορεί να λειτουργήσει με αποτελεσματικό τρόπο. Δεν είναι δυνατόν σε καμία περίπτωση, όπως γράφαμε και στο προηγούμενο φύλλο, τα self tests να αποτελούν το κύριο όπλο για τον εντοπισμό των κρουσμάτων. Η διαδικασία της δήλωσης του αποτελέσματος παραμένει τουλάχιστον αμφιλεγόμενη. Εν τω μεταξύ, στα Λύκεια που άνοιξαν, πολλοί μαθητές που πήγαν στο σχολείο με αρνητικό self test, τελικά κόλλησαν…
Η αδυσώπητη ευθύνη στην πλάτη των γιατρών
Ο τρομερός φόρτος δουλειάς στο νοσοκομεία λόγω των χιλιάδων περιστατικών κορονοϊού που χρειάζονται νοσηλεία φέρνει τους γιατρούς πολύ συχνά μπροστά σε οριακές αποφάσεις. Αποφάσεις κυριολεκτικά ζωής ή θανάτου. Ποιος είναι λοιπόν αυτός που θα πρέπει να επιλέξει, με τι κριτήρια θα το κάνει, σε ποιον θα λογοδοτήσει, ποιο είναι το νομικό πλαίσιο που διέπει αυτές τις καταστάσεις;
Απαντήσεις στην Ελλάδα σε ό,τι αφορά τα συγκεκριμένα ζητήματα δεν υπάρχουν. Ουσιαστικά αυτό το δυσβάσταχτο βάρος το αναλαμβάνουν οι θεράποντες ιατροί και οι ομάδες τους οι οποίοι, αν και εξουθενωμένοι από τον καθημερινό μόχθο, οφείλουν να κάνουν τις κατάλληλες επιλογές και να αποδώσουν, τρόπο τινά, μία ιδιότυπη δικαιοσύνη. Δεν αξίζει όμως κάτι τέτοιο στους γιατρούς που δίνουν κάθε μέρα τη μάχη και οι οποίοι, στο κάτω-κάτω, έχουν δώσει τον όρκο του Ιπποκράτη.
Αρμόδιες επιτροπές βιοηθικής δεν υφίστανται στα ελληνικά νοσοκομεία, αυτή είναι η πικρή πραγματικότητα. Και δεν είναι το μόνο που απουσιάζει, καθώς δεν υπάρχουν π.χ. μονάδες παρηγορητικής θεραπείας για τους ανθρώπους, οι οποίοι χάνουν, τελικά, τη μάχη αλλά αξίζουν, τουλάχιστον, να έχουν ένα αξιοπρεπές και δίχως πόνο τέλος. Μπροστά όμως στην κόλαση που επικρατεί τους τελευταίους μήνες αυτά μπορεί να φαντάζουν σε κάποιους ως περιττές λεπτομέρειες. Και όμως, δεν είναι.
Γιατί μόνο περιττή πολυτέλεια δεν είναι να υπάρχουν οι απαραίτητες δομές και οι απαραίτητοι θεσμοί, έτσι ώστε αρχικά να μην φτάνουμε στο σημείο της διαλογής ασθενών και εν συνεχεία, αν αυτή η ανάγκη διαλογής προκύπτει εκ των πραγμάτων, αυτή να γίνεται με τον πλέον προβλεπόμενο τρόπο, ο οποίος δεν θα αφήνει την παραμικρή σκιά. Πρέπει να ζήσει ο νεότερος ή αυτός που έχει τις περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσει; Πόσες μέρες κρατάμε στις εντατικές μονάδες θεραπείας έναν ασθενή, ο οποίος δεν έχει ελπίδες να τα καταφέρει; Αμείλικτα ερωτήματα για οριακές καταστάσεις όπως αυτές που βιώνουν οι άνθρωποι στο ΕΣΥ. Ερωτήματα στα οποία οι απαντήσεις δεν είναι καθόλου εύκολες, αλλά μία οργανωμένη πολιτεία πρέπει να είναι σε θέση να δώσει.