Κάποια στιγμή τα λόγια τελειώνουν. Έχουμε εξαντλήσει τα λόγια, τα έχουμε πει όλα. Τι άλλο να πούμε για τον θάνατο στο Αιγαίο;
Οι νεκροί στη Λέσβο και στα Κύθηρα είναι μια ρουτίνα, μια συνέχεια των προηγούμενων νεκρών του Αιγαίου και της Μεσογείου και θα είναι οι προηγούμενοι νεκροί αυτών που με μαθηματική ακρίβεια έρχονται. Οι νεκροί των ναυαγίων είναι μια αλυσίδα που κάθε τόσο προστίθεται κι άλλος ένας κρίκος.
Ποιος φταίει; Φταίει η κακή τους μοίρα που γεννήθηκαν στον τρίτο κόσμο της φτωχολογιάς, φταίει που δεν είναι λευκοί, φταίει που είναι Μουσουλμάνοι. Φταίει που είναι ανθρώπινα μυρμήγκια που η ζωή τους δεν αξίζει πολύ παραπάνω από των πραγματικών μυρμηγκιών. Ανθρώπινες κατσαρίδες που ξεφυτρώνουν από παντού και μολύνουν τον τόπο. Και ποιος νοιάζεται για τις κατσαρίδες; Τι και αν πνίγονται, τι κι αν υπάρχουν το ίδιο ενοχλητικές είναι. Να μην συνηθίσουμε τον θάνατο. Μα ήδη τον έχουμε συνηθίσει, είναι αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής μας ρουτίνας. Είναι το τίμημα ώστε αυτοί οι άνθρωποι να μην κατακλύσουν τις πόλεις μας, να μην μας κουβαλήσουν την βάρβαρη θρησκεία τους, να μην αλλοιώσουν τον πολιτισμό μας. Έχουμε αποδεχτεί ότι ο δικός τους θάνατος είναι αναγκαία συνθήκη για την δική μας διατήρηση ως αναλλοίωτων λευκών ειδών.
Όταν λοιπόν ακούμε για τον θάνατο στο Αιγαίο ας κοιταζόμαστε στον καθρέφτη κι ας κοιτάζουμε αυτούς που μας κυβερνούν και προκειμένου να προσπαθήσουν να κρύψουν τις δικές τους εγκληματικές ευθύνες απέναντι μας, βολεύονται να μας υποδεικνύουν τους φτωχούς «λαθροπρόσφυγες» του τρίτου κόσμου. Κι ας ψάλουμε με κατάνυξη και ευλάβεια ένα δυνατό ωσαννά, μήπως και ξυπνήσει η χοντρόπετση, αναίσθητη, καλοζωισμένη, αντιχριστιανική εκκλησία μας, που όσο διαρκεί η προσφυγική κρίση κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, έχοντας κρεμάσει στον κοιτώνα της μια μικρή ταμπελίτσα που λέει: «Όνειρο βλέπω, παρακαλώ μην με ξυπνάτε».