Η είσοδος των Ταλιμπάν στην Καμπούλ, η κατάρρευση της κυβέρνησης Γκάνι λίγες μόλις μέρες μετά την αποχώρηση του κύριου όγκου των αμερικανικών στρατευμάτων, καθώς και οι συγκλονιστικές σκηνές στο αεροδρόμιο της αφγανικής πρωτεύουσας με τους χιλιάδες που επιχειρούν απεγνωσμένα να εγκαταλείψουν τη χώρα, προκαλούν παγκόσμια αίσθηση.
Η ήττα
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όσα συνέβησαν στην Καμπούλ συνιστούν μια μεγάλη ήττα για της ΗΠΑ. Ήττα τόσο στο επίπεδο του συμβολισμού όσο και σε αυτό της πολιτικής ουσίας. Ο “πόλεμος κατά της τρομοκρατίας” και η εισβολή στο Αφγανιστάν που ξεκίνησε ο Τζορτζ Μπους ο Νεότερος, πέτυχαν βέβαια την εξόντωση του Οσάμα Μπιν Λάντεν και τον δραστικό περιορισμό της Αλ Κάιντα. Με την εξαίρεση όμως της Αλ Κάιντα, φαίνεται ότι οι Αμερικανοί δεν πέτυχαν κανέναν άλλο στόχο τους. Συγκεκριμένα, ύστερα από 20 χρόνια στρατιωτικής κατοχής, 2.400 Αμερικανούς στρατιώτες νεκρούς κι ένα συνολικό οικονομικό κόστος που ξεπερνάει το ένα τρισεκατομμύριο, οι ΗΠΑ:
Όχι μόνο δεν κατάφεραν να περιθωριοποιήσουν τους Ταλιμπάν, αλλά τελικά ηττήθηκαν στρατιωτικά από αυτούς.
Αποχωρούν χωρίς να αφήνουν δικά τους προγεφύρωματα σε ό,τι αφορά είτε τις οργανωμένες δυνάμεις της αφγανικής κοινωνίας είτε την επιρροή τους στη νέα τάξη πραγμάτων της ασιατικής χώρας. Η πολιτική ελίτ που κυβέρνησε το Αφγανιστάν χρηματοδοτούμενη αδρά από τις ΗΠΑ, διέφυγε στο εξωτερικό. Στη δε νέα κατάσταση που αναδύεται, από τις παγκόσμιες δυνάμεις η Κίνα φαίνεται να έχει τον πρώτο λόγο.
Η περίφημη διαδικασία του “χτισίματος” του αφγανικού στρατού και των δημοκρατικών θεσμών απέτυχε σε τέτοιο βαθμό ώστε είναι αμφίβολο αν θα επιχειρηθεί ξανά ανάλογο εγχείρημα. Για να γίνουν οι συγκρίσεις, ο αφγανικός στρατός παραδόθηκε και η κυβέρνηση κατέρρευσε λίγες μέρες μετά την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων, όταν ο νοτιοβιετναμικός στρατός συνέχισε τη μάχη για άλλα δύο χρόνια μετά την αποχώρηση των Αμερικανών το 1973. Στο ίδιο το Αφγανιστάν οι Σοβιετικοί αποχώρησαν το 1989 και ο Νατζιμπουλάχ έμεινε στην εξουσία μέχρι το 1992.
Η εσπευσμένη αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων και η κατάρρευση των Αφγανών συμμάχων τους αποτελούν μείζον πλήγμα για το διεθνές κύρος των ΗΠΑ και του Προέδρου Μπάιντεν προσωπικά, ο οποίος δήλωνε τον Μάιο ότι στην Καμπούλ δεν θα δούμε σκηνές Σαϊγκόν.
Ο εγκλωβισμός στην Καμπούλ των Αφγανών που συνεργάστηκαν με τα δυτικά στρατεύματα, υπονομεύει την αξιοπιστία των ΗΠΑ και της Δύσης γενικά. Το μήνυμα που αντικειμενικά εκπέμπεται είναι ότι η Δύση δεν μπορεί ή δεν είναι διατεθειμένη να προστατεύσει τους ανθρώπους της.
Θα μπορούσε να γίνει αλλιώς;
Στο editorial της 15ης Αυγούστου οι New York Times ανέφεραν: “Η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε δίκιο να φέρει τέλος στον πόλεμο. Ωστόσο, δεν υπήρχε ανάγκη αυτό να καταλήξει σε τέτοιο χάος, με τόσο μικρή πρόνοια για όλους εκείνους που θυσίασαν τόσα πολλά για ένα καλύτερο Αφγανιστάν.” Ο επικριτικός τόνος της ναυαρχίδας του αμερικανικού Τύπου, η οποία μάλιστα υποστηρίζει τον Πρόεδρο Μπάιντεν, δεν αφήνει αμφιβολίες για το μείζον πολιτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ουάσιγκτον.
Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: Θα μπορούσαν να λήξει αλλιώς η αμερικανική περιπέτεια των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν; Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Η Καμπούλ έγινε… Σαϊγκόν όχι λόγω κάποιων ενδεχομένως άστοχων χειρισμών της διοίκησης Μπάιντεν, αλλά γιατί οι μαχητές του αφγανικού στρατού θεώρησαν ότι δεν άξιζε να θυσιαστούν για την κυβέρνηση Γκάνι. Δεδομένου ότι απέναντί τους είχαν τους σκοταδιστές Ταλιμπάν, η άρνησή τους να πολεμήσουν δείχνει το πόσο διεφθαρμένο και άδικο ήταν το φιλοαμερικανικό καθεστώς της Καμπούλ. Με όποιον τόπο κι αν έφευγαν οι Αμερικανοί, οι Αφγανοί σύμμαχοί τους θα κατέρρεαν πολύ γρήγορα. Το αδιέξοδο της αφγανικής περιπέτειας των ΗΠΑ ήταν ανυπέρβλητο.
Τα αίτια
Το αφγανικό φιάσκο συνοψίζει την κρίση της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ. Συγκεκριμένα:
Ο επεμβατικός τυχοδιωκτισμός φέρνει πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη, αλλά οδηγεί μακροχρόνια σε γεωπολιτικό τέλμα. Οι ΗΠΑ κατέλαβαν το Αφγανιστάν και το Ιράκ χωρίς να έχουν πραγματικούς εταίρους μέσα σε αυτές τις χώρες και χωρίς ρεαλιστικό σχέδιο για τον επιτυχή τερματισμό των εκστρατειών τους.
Μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ είναι πολιτικά αδύνατο για την όποια αμερικανική ηγεσία να βρει τον αναγκαίο αριθμό στρατευμάτων (μέσω της υποχρεωτικής θητείας) για να κρατήσει υπό κατοχή ολόκληρες χώρες. Δεν γίνεται να ελέγξεις μια χώρα και, πολύ περισσότερο, να κερδίσεις έναν ανταρτοπόλεμο χωρίς μαζική στρατιωτική παρουσία στο έδαφος.
Οι ΗΠΑ δεν έχουν πλέον την οικονομική δύναμη, όπως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, να χρηματοδοτήσουν την ταχεία ανάπτυξη κατεστραμμένων ή υποανάπτυκτων χωρών. Μέσα στην τρέχουσα δεκαετία αναμένεται ότι η κινέζικη οικονομία θα ξεπεράσει αυτή των ΗΠΑ.
Η “δημοκρατική επαγγελία” των ΗΠΑ που υπήρξε βασικό στοιχείο της ηγεμονίας τους, δεν πείθει πλέον. Όχι μόνο γιατί οι τοπικοί συνεργάτες τους, όπως ο πρώην Πρόεδρος του Αφγανιστάν Γκάνι, είναι βουτηγμένοι στη διαφθορά και τον αυταρχισμό, αλλά και γιατί η ίδια η εικόνα της αμερικανικής δημοκρατίας δεν προκαλεί πλέον ενθουσιασμό. Ας σκεφτούμε απλώς την εισβολή των οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο.
Ομοίως δεν πείθει η αμερικάνικη επαγγελία της ευημερίας για όλους, το άλλο μεγάλο στήριγμα της ηγεμονίας τους. Στο Αφγανιστάν πλούτισαν οι λίγοι (οι οποίοι στα δύσκολα διέφυγαν στο εξωτερικό) και οι πολλοί εξακολούθησαν να ζουν στην ανέχεια. Ενώ οι ΗΠΑ πάντα θέλουν να εμφανίζονται ως η δύναμη του παγκόσμιου Γενικού Καλού, η διεθνής εικόνα τους είναι αυτή μιας δύναμης η οποία με κυνικό τρόπο εξυπηρετεί τα ιδιοτελή συμφέροντά της σε βάρος των ηθικών κανόνων και των συμφερόντων των άλλων λαών.
Ένας πολυπολικός κόσμος
Η ήττα τους στο Αφγανιστάν δείχνει ότι ενώ οι ΗΠΑ παραμένουν η πιο ισχυρή χώρα του κόσμου, εντούτοις δεν είναι πλέον η αδιαμφισβήτητη κοσμοκράτειρα. Ο κόσμος γίνεται πολυπολικός, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι γίνεται πιο ειρηνικός και δίκαιος. Ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Σωτήρης Ρούσσος επισημαίνει στη συνέντευξή του στο News 247:
“Το διεθνές σύστημα δεν είναι μονοπολικό, δηλαδή δεν υπάρχει μία μεγάλη υπερδύναμη η οποία επιβάλλει τις απόψεις της, έχουμε φύγει από εκείνη την περίοδο, από το 1990 μέχρι τις αρχές του 2000. Εκείνη η δεκαπενταετία όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούσαν να κάνουν ό,τι θέλουν φαίνεται ότι έχει ξεπεραστεί. Εκείνο, όμως, που είναι πιο σημαντικό είναι το εξής: Ότι πλέον, για ολόκληρο τον κόσμο υπάρχουν πολλά μοντέλα διακυβέρνησης, όχι μόνο των χωρών αλλά και των σχέσεων μεταξύ των κρατών. Δηλαδή αυτό που προσπάθησαν οι αμερικανικές κυβερνήσεις να επιβάλουν είναι ένα σύστημα παγκόσμιας διακυβέρνησης, το δυτικό, το οποίο αυτή τη στιγμή δεν ισχύει. Αναπτύσσονται πολλαπλά συστήματα. Το δυτικό παραμένει το πιο ισχυρό αλλά δεν είναι το μοναδικό.”
Το 1941 o Henry Luce έγραψε στο Life για τον “πρώτο μεγάλο αμερικανικό αιώνα”. Όντως ο 20ός αιώνας ήταν ο μεγάλος αμερικανικός αιώνας. Οι ΗΠΑ κυριάρχησαν, κερδίζοντας τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Ψυχρό Πόλεμο. Η προσπάθεια των νεοσυντηρητικών γύρω από τον Τζορτζ Μπους τον Νεότερο τη δεκαετία του 2000 για έναν “νέο αμερικανικό αιώνα” κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία. Ο τελευταίες λέξεις του επιλόγου γράφονται αυτές τις μέρες στο Αφγανιστάν. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τη μορφή που θα πάρει εντέλει ο 21ο αιώνας. Αλλά όλα δείχνουν ότι δεν θα είναι ένας “μεγάλος αμερικανικός αιώνας”.