ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Δεύτερο Θέμα Τόπος

ΤΟ ΚΙΟΣΚΙ. Μια παλιά φωτογραφία του Κιοσκιού.

 

Παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον γιατί διαφυλάσσει στοιχεία, που σήμερα δεν υπάρχουν.

Κατ’ αρχήν, αποτυπώνει την πλατεία, σ’ όλο της το εύρος, πριν πάρει τη σημερινή μορφή, του parking, με τα εξής τότε χαρακτηριστικά.

Το Ηρώον βρίσκεται ακόμη στο κέντρον της πλατείας, πριν μεταφερθεί βορειότερα, στη σημερινή του θέση.

Για τους Κιοσκιανούς που χρησιμοποιούσαν την πλατεία για ποδόσφαιρο, ήταν ένας “μπλούκος”, που δυσκόλευε τους ποδοσφαιριστές. Ήταν το μέγα μειονέκτημα της πλατείας. Μικρότερο ίσως, – εμπόδιο όμως κι αυτός- ο παρακάτω στύλος με το τσιμπλοφώς του, εκεί που τέλειωνε το γήπεδο. Λίγο πιο κάτω, η μεγάλη χαβούζα, που υπάρχει ακόμα και σήμερα.

Δεξιά της φωτογραφίας αχνοφαίνεται ένα γκρεμισμένο σπιτάκι, κάτι μεταξύ παράγκας και χαμόσπιτου, περιφραγμένο με κλαδιά, δίκην ορίων, που στέγαζε την πολυμελή οικογένεια του κτίστη κυρ Δημητρού, που είχε το προσωνύμιο, γατοφάγος. Όπως τότε λέγονταν, στα χρόνια της μεγάλης πείνας, στην κατοχή, δεν είχε αφήσει γάτα για γάτα. Ένας συμπαθέστατος, κοντούλης και καλοσυνάτος ανθρωπάκος με χλωμή όψη, ξερακιανός, φοβισμένος, με την μελαγχολία ζωγραφισμένη μόνιμα, στο πρόσωπο του.

Απέναντι ακριβώς από τον στύλο βρίσκονταν το ξύλινο καφεναδάκι του Παπαδόπουλου, Μικρασιάτη πρόσφυγα του πρώτου διωγμού, σημείο αναφοράς των συμπολιτών μας, που περνούσαν τις ώρες τους, παίζοντας τάβλι και χαρτιά, αλλά και πολιτικολογούντες. Γκρεμίστηκε μετά την κατοχή. Το πρόλαβα. Και μια λεπτομέρεια. Μπροστά από τον καφενέ, από σπασμένη μάλλον σωλήνα, ανάβλυζε νεράκι. Στο μικρό βαθούλωμα, που είχε σχηματισθεί, μαζεύονταν καθαρό νερό, από το οποίο μετά το παιχνίδι μας, ιδρωμένοι άφοβα πίναμε, χώνοντας μέσα στη μικρή λακκούβα τη μούρη μας. Η τέλεια απόλαυση. Το γήπεδο ορίζονταν από ασβεστωμένες γραμμές. Το μόνο που δεν είχε γίνει ποτέ, ήταν η τοποθέτηση γκολπόστ. Μεγάλες πέτρες όριζαν το τέρμα, στις οποίες βάζαμε τα ρούχα μας, για να γίνεται περισσότερο ευδιάκριτο. Περιττό να πω ότι η ανυπαρξία γκολπόστ, ήταν η μόνιμη πηγή καυγάδων μας, αφού ήταν δύσκολο να προσδιοριστεί το νοητό τους ύψος και βέβαια αν ήταν γκολ. Σε γενικές γραμμές το ύψος το όριζε και το ανάστημα του τερματοφύλακα.

Τις μέρες των Απόκρεω, λίγο πιο πάνω από το Ηρώο, εκεί που ήταν η ποδοσφαιρική εστία, όταν είχε λιακάδα και φυσούσε απαλό αεράκι, αμολούσαμε τους πολύχρωμους αητούς μας, καμωμένους από λαδόκολλες, με φανταχτερά χρώματα, σκελετό από καλάμια και κόλλα από αλεύρι. Μαστοριά ήταν να πετύχεις τα ζύγια και τη μεγάλη λαφριά ουρά. Το ζύγι καθόριζε και τη βιωσιμότητα του αητού, γιατί αν πέταγε, πάνω από τα πεύκα, και λόγω ακατάστατου ανέμου, άρχιζε τα τρελά του πέρα δώθε, ήταν βέβαιη η κατάληξη του. Μια μεγάλη βουτιά στο παρακείμενο δάσος κι όλα πήγαιναν στράφι. Καταστροφή. γιατί έχανες κι ένα μεγάλο μέρος, του μάλλον δυσεύρετου σπάγκου. Το ίδιο συνέβαινε κι όταν ξαφνικά λιγόστευε το αεράκι κι έπρεπε γρήγορα να μαζέψεις το σπάγκο και να κατεβάσεις τον αητό. Γενικά το πέταγμα του αητού, δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Όπως είπα, ήθελε πολύ μαστοριά και τεχνική. Στο ομαδικό πέταγμα που κάναμε, νικητής έβγαινε αυτός, που ο αητός του πετούσε ψηλότερα. Και “κατουρούσε” τους άλλους. Τότε με γέλια και ουρλιαχτά καμαρώναμε, πειράζοντας τους νικημένους.

Αχ! Αυτό το Κιόσκι και ποιος δεν το θυμάται, πλανταγμένος ακόμα, από λογιώ – λογιώ, θύμησες κι ανεκπλήρωτες λαχτάρες !!!

17 Νοεμβρίου του 2020