ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Απόψεις Δεύτερο Θέμα

Η εξαίρεση

Η Αννα Μαρία μαζί με το σκύλο οδηγό της, τη Μέη. Οι δυο τους κατάφεραν να μας περιγράψουν την «εξαίρεση» που χρειαζόμασταν. Καλή Χρονιά φίλοι! @Dimitra Hatzipavlou

Μα τον θεό, δεν έμοιαζε πάνω από 20! Ερχεται στη βιολογική λαϊκή της γειτονιάς μου. Του είχα παραγγείλει αλεύρι. Μαυραγάνι. Σπουδαίο αλεύρι το μαυραγάνι, με ιστορία το ίδιο πικρή και νόστιμη με αυτήν της νεότερης Ελλάδας. Ο παραλληλισμός δεν άπτεται κάποιας λανθάνουσας λογοτεχνικής φλέβας που δεν διαθέτω. Απλώς ισχύει. Και ισχύει, καθώς συνδέεται με τη γερμανική Κατοχή και τι να σου λέω τώρα. Μεγάλη ιστορία. Επιστρέφω στον νεαρό προμηθευτή. «Μίλησα με μια κυρία στο τηλέφωνο» αρχίζω. «Ξέρω» μου λέει. «Είναι η μητέρα της γυναίκας μου. Αυτή φτιάχνει αλεύρι, ψωμιά…». «Της γυναίκας σου;». «Εχουμε και τρία παιδιά»… Είχα κι αν είχα εκπλαγεί (τρεις εκπομπές στο ραδιόφωνο είχα κάνει!) σαν είχα μάθει την ιστορία του μαυραγανίου. Αλλά το να είσαι 24, 25 και να έχεις ήδη τρία παιδιά (!) με άφησε κάγκελο. Και με πεθερά προκομμένη – αυτό πάλι πού το πας;

Την επομένη, έμαθα για έναν άλλο 24χρονο. Που τώρα είναι 38. Και που όταν ήταν 24, έκανε έναν γιο. Και τώρα που ο γιος του είναι 14 και αυτός 38, τον πήρε από το χέρι, στο άλλο του έδωσε… καδρόνι; Μαχαίρι; Πήρε και ο ίδιος από ένα, ήρθαν κι άλλοι κι επιτέθηκαν σε δομή προσφυγόπουλων στο Ωραιόκαστρο. Στις 26 του Δεκέμβρη. «Αγρια επίθεση» έγραψαν – όμορφα και δημοσιογραφικά. Αυτό που έγινε, όμως, είναι πως ένας πατέρας, που σίγουρα έζησε Κατοχή, έκανε παιδιά κι αυτά άλλα παιδιά και ένα από τα επόμενα παιδιά, παιδί ακόμα, έκανε έναν γιο και όταν ο γιος μεγάλωσε κάπως, τον πήρε να πάνε να… σκοτώσουν; Φοβίσουν; Παιδιά χωρίς γονείς που όμως δεν είναι από τη χώρα μας και βρομάει το χνότο τους προσφυγίλα κι εσύ, γενναίο αντράκι, με το σιδερολοστό θα τους σπάσεις κρεβάτια και κεφάλια να μάθουν αυτά ποιοι είμαστε εμείς οι Ελληνες, το μαυραγάνι μου μέσα!

Τέσσερα ανήλικα προσφυγόπουλα τραυματίστηκαν. Εγώ πήρα το αλεύρι μου κι έδωσα ευχές στην οικογένεια. Το 14χρονο πήρε τα εύσημα του πατέρα του, ίσως και της αστυνομίας.

Η βία, τη χρονιά που μόλις «έφυγε», πήρε τα πάνω της. Ψήλωσε, ομόρφυνε, διεύρυνε τους ορίζοντές της, άλλαξε μορφές, φωτογραφήθηκε όσο καμία άλλη, απέκτησε δεκάδες τηλεοπτικές εκπομπές, υμνήθηκε από υπουργούς, όργανα ασφαλείας, πολίτες σε ανασφάλεια και εργαζόμενους σε επισφάλεια. Με δυο λόγια, έγινε δική μας. Παιδί μας. Σπλάχνο μας. Η πεμπτουσία της εξουσίας μας, η εξουσία της ουσίας μας. Σάρκα από τη σάρκα που να γδάρουμε θέλουμε. Ψυχή της ψυχής που να έχουμε δεν θέλουμε. Εγινε εμείς.

Αφ’ υψηλού δεν την κρίνω. Κάθε μέρα μέσα μου τη νιώθω να χοχλάζει και τη σέβομαι. Αλλά, να μεγαλώνεις παιδιά για να τα κάνεις δολοφόνους και μάλιστα αθώων και μάλιστα συνειδητά; Πώς να το καταλάβω;

Αυτά της έλεγα τις προάλλες. Φίλη καρδιακή, που έχει χάσει το φως της. Αννα Μαρία τη λέμε, Ιωάννα Μαρία τη βάφτισαν, μα της πάει το Αννα γιατί είναι ένας άγγελος. Και τι μου απαντάει ο άτιμος ο άγγελος;

«Βγήκα προχθές να πετάξω τα σκουπίδια. Εκεί που πήγαινα εντελώς χαλαρά, τρώω μια απρόσμενη γλίστρα και φεύγω δέκα μέτρα μπροστά. Στην αντίθετη πλευρά, ερχόταν ένα μηχανάκι. Σταμάτησε ο άνθρωπος. Μου έδωσε το χέρι του και σηκώθηκα.

»Τον ρώτησα πού δουλεύει, έτσι για να πω κάτι. Κάτι για ένα μπεργκεράδικο μου έλεγε σε σπαστά ελληνικά, μετανάστης ήταν, δεν κατάλαβα ακριβώς πού και τι, αλλά του είπα από αβρότητα πως μια ημέρα θα παραγγείλω. Με ρώτησε αν έχω πρόβλημα στα μάτια. Του απάντησα ήρεμα πως ναι. Και τότε έσκυψε, έπιασε τα σκουπίδια μου και τα πέταξε στον κάδο. Εμεινα στήλη άλατος. Σαν μπήκα σπίτι, άναψα τον θερμοσίφωνα να πλυθώ και στεκόμουν, με τα λερωμένα μου ρούχα και το κορμί μου να πονάει, να σκέφτομαι την ευγένεια αυτού του ανθρώπου που πήρε να πετάξει τα δικά μου τα σκουπίδια. Το σπίτι μου δεν έχει κουδούνι αλλά άκουσα τη Μέη, τον σκύλο-οδηγό μου. Βγήκα και βρήκα μια σακούλα με φαγητό, κρεμασμένη στην εξώπορτα».